Διάλογος Χαρντ – Χόλογουεη: Θεσμοποίηση και ανατροπή

Το 2ο μέρος της αλληλογραφίας τους: Δημιουργώντας κοινό πλούτο και διαρρηγνύοντας τον καπιταλισμό – Μια διασταυρούμενη ανάγνωση.

Μια δημιουργική αντιπαράθεση για τους όρους και τα μέσα της κοινωνικής αλλαγής, για τη δυνατότητα και τα όρια μιας εναλλακτικής διακυβέρνησης, για το πρόβλημα της οργάνωσης και τη σχέση της με την κοινωνική διαδικασία του πράττειν.

Αγαπητέ Τζον,

Σκέφτομαι ότι έχεις δίκιο, πως το να βαδίζουμε τόσο κοντά μαζί μπορεί να μας κάνει να παραπατάμε και να σκοντάφτουμε όταν διαβάζουμε ο ένας τον άλλον. Ένα είδος ερεθισμού ανακύπτει όταν, έχοντας συμφωνήσει τόσο πολύ με το επιχείρημα κάποιου άλλου, φτάνουμε σε ένα σημείο ή έναν ισχυρισμό ο οποίος ξεχωρίζει και τον οποίο δεν μπορούμε να αποδεχτούμε. Μέρος της εργασίας μας εδώ είναι το να ξεκαθαρίσουμε τις φαινομενικές συγκρούσεις οι οποίες δημιουργούνται απλώς λόγω παρεξηγήσεων ή διαφορών στην ορολογία (καθόλου μικρό έργο) και να ταξινομήσουμε τα σημαντικά σημεία στα οποία διαφωνούμε.

Εκτιμώ το πόσο ανεπαρκής σου φαίνεται ο όρος θεσμός και, ωστόσο, είμαι ευγνώμων για το ότι δουλεύεις πάνω σε αυτό τόσο επίμονα στο γράμμα σου μέχρι τελικά να καταλήξεις σε μια σύνθεση όπου, στην πραγματικότητα, όντως συμφωνούμε. Μπορείς να αποδεχτείς μια εντολή θεσμοθέτησης εάν αυτή συνοδεύεται από μια ταυτόχρονη διαδικασία μετατροπής. Ναι, “θεσμοθέτηση και ανατροπή” – είναι ένα καλό σλόγκαν που μπορούμε να μοιραστούμε.

Όμως, σίγουρα, οι απόψεις μας γι’ αυτό όντως διαφέρουν κι έτσι επέτρεψέ μου να επιστρέψω σε αυτές λίγο ακόμη. Όπως σημειώνεις, ο Τόνι και εγώ εισήλθαμε στη συζήτηση περί θεσμών με την ανησυχία μας για την ανάγκη οργάνωσης. Η επανάσταση έχει προτεραιότητα, αλλά ο αυθορμητισμός δεν είναι αρκετός. Η εξέγερση πρέπει να οργανώνεται σε μια επαναστατική διαδικασία. Σε αυτά τα δύο βασικά σημεία νομίζω ότι διαφέρουμε λίγο. Η αντίθεση έρχεται, όπως λες, εκεί όπου δίνεται έμφαση, και συγκεκριμένα, στην έκταση με την οποία τονίζεται η σταθερότητα της οργάνωσης.

Σε μοριακό επίπεδο, δεν είμαι πεισμένος ότι η διαφορά στην έμφαση είναι πολύ σημαντική. Κατανοώ ότι οι έννοιες της συνήθειας, της παράδοσης και των επαναλαμβανόμενων πρακτικών φαντάζουν περιοριστικοί σε σένα και φοβάσαι ότι μπορεί να αμβλύνουν την καινοτομία. Επιμένω, ωστόσο, ότι οι μορφές ζωής υπάρχουν μόνο μέσω δομών επανάληψης. Οι ζωές μας και οι δεσμοί μεταξύ μας στηρίζονται σε αναρίθμητες συνήθειες και επαναλαμβανόμενες πρακτικές, για πολλές εκ των οποίων δεν έχουμε επίγνωση. Έτσι, δεν είναι μόνο σημαντικό τι ώρα έχουμε δείπνο κάθε βράδυ ή πότε πάμε βόλτα τις Κυριακές, αλλά επίσης το πώς συμπεριφερόμαστε ο ένας στον άλλο και διατηρούμε τόσο προσωπικούς όσο και κοινωνικούς δεσμούς (το μυθιστόρημα του Μαρσέλ Προυστ μου φαίνεται πως είναι η κλασική διερεύνηση του πως η ζωή αποτελείται από περίπλοκα δίκτυα συνηθειών και επαναλαμβανόμενων πρακτικών). Τέτοιοι θεσμοί, όπως ισχυρίζεσαι, συνδέουν το παρόν με το μέλλον, αλλά όχι με τον τρόπο που φοβάσαι. Ανησυχείς πως οι κοινωνικές συνήθειες μας περιορίζουν στο να επαναλαμβάνουμε τις κοινωνικές και οργανωτικές μορφές των προηγούμενων γενεών. Προσανατολίζομαι περισσότερο προς αυτό που ο Σπινόζα αποκαλεί φρόνηση: το να θεωρείς το μέλλον σαν να ήταν παρόν και να δρας σε αυτή τη βάση. Αυτό δεν αφορά μόνο το πώς δρούμε σήμερα εναντίον των βιομηχανιών και πρακτικών που θα δημιουργήσουν, μέχρι το 2050, καταστροφικά επίπεδα διοξειδίου του άνθρακα, αλλά επίσης, τον τρόπο με τον οποίο συνεχώς δημιουργούμε μια προοπτική διάρκειας στις σχέσεις μας με τους άλλους. Αυτό είναι επίσης αληθές σε σχέση με την αγάπη. Η αγάπη δεν είναι μόνο ένα συμβάν ρήξης, θρυμματισμού και μετασχηματισμού αλλά και ένας δεσμός. Συνεχώς επιστρέφω σε αυτούς που αγαπώ. Αυτό δεν σημαίνει πως η αγάπη είναι μια στατική, παγιωμένησχέση. Η αγάπη είναι καινοτομία, όπως ακριβώς το λες, υπερβαίνει. Ναι, αλλά υπάρχει και ένα τελετουργικό στην αγάπη, επιστρέφοντας στους αγαπημένους και επαναλαμβάνοντας τις πρακτικές που έχουμε μοιραστεί. Στο πλαίσιο αυτών των τελετουργιών, οι καινοτομίες της αγάπης αναδεικνύονται. Θεσμοθέτηση και ανατροπή, όπως λες, ή επανάληψη με διαφορά. Σε κάθε περίπτωση, σε αυτό το μοριακό επίπεδο, καταλαβαίνω ότι εγώ κι εσύ προσεγγίζουμε το ζήτημα των θεσμών από διαφορετικές οπτικές, αλλά δε βλέπω μεγάλες επιπτώσεις από τις διαφορές μας.

Σε ευρύτερο επίπεδο, αντίθετα, θεωρώ ότι οι διαφορές μας είναι πιο σημαντικές. Ο Τόνι κι εγώ δίνουμε έμφαση στους θεσμούς ή, στην πραγματικότητα, στη δημιουργία νέων θεσμικών μορφών, με σκοπό τη δημιουργία μιας εναλλακτικής διακυβέρνησης. Νομίζω πως μπορείς να αποδεχθείς και να αισθανθείς άνετα με κάποια εκδοχή αυτής της εργασίας. Μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του EZLN στην περιοχή της Τσιάπας, για παράδειγμα, είναι η δημιουργία θεσμών μιας εναλλακτικής διακυβέρνησης. Οι Καρακόλες, τα Συμβούλια Καλής Διακυβέρνησης και πληθώρα κανόνων και διαδικασιών που διέπουν τις κοινότητες των Ζαπατίστας, είναι άριστα παραδείγματα του είδους του πειραματισμού με νέες, δημοκρατικές, θεσμικές μορφές που εμείς υποστηρίζουμε. Η αίσθησή μου είναι ότι είσαι γενικά υποστηρικτής αυτού του επιπέδου θεσμικής πρακτικής των Ζαπατίστας. Εδώ, επίσης, το σύνθημα “Θεσμοθέτηση και ανατροπή” λειτουργεί: όλες οι πρακτικές θα πρέπει να υπόκεινται σε μια συνεχή δύναμη κριτικής, “προχωράμε ρωτώντας” (διάσημη φράση των Ζαπατίστας – στα ισπανικά: ‘preguntando caminamos’).

Οι διαφορές μας γίνονται πιο σαφείς σε σχέση με τους εγκαθιδρυμένους θεσμούς στους οποίους είμαστε κριτικοί. Όπως κι εσύ, ο Τόνι κι εγώ, στεκόμαστε κριτικά στις επίσημες συνδικαλιστικές ενώσεις και στις παραδόσεις τους, αλλά αυτό δεν μας τοποθετεί σε πλήρη αντίθεση με το σύνολο του συνδικαλιστικού κινήματος. Μικρά τμήματα του συνδικαλιστικού κινήματος, προσπαθούν να μετακινηθούν εκτός της παράδοσης και σε νέες κατευθύνσεις: ανά περιόδους (σύντομες ορισμένες φορές) μερίδες (συχνά μικρές μειονότητες) των FIOM στην Ιταλία, των SUD στη Γαλλία και των SEIU στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, έχουν προσπαθήσει να σχεδιάσουν νέες κατευθύνσεις. Η δική μας τάση είναι να μπαίνουμε σε διάλογο με αυτά τα συνδικαλιστικά στοιχεία ενώ ταυτόχρονα να υπερβαίνουμε τις παραδοσιακές λογικές τους, εντός και εκτός των θεσμικών δομών τους. Έχει νόημα για σένα το “θεσμοθέτηση και ανατροπή” σε αυτό το πλαίσιο; Ή, καλύτερα, αυτός είναι ένας άλλος τρόπος να προσεγγίσουμε το ίδιο ερώτημα με τους όρους του δικού σου βιβλίου: μπορεί και πρέπει το “πράττειν” να οργανώνεται και, αν ναι, τι σχέση θα μπορούσε να έχει με την ιστορία της οργάνωσης της εργασίας; Πώς θα χαρακτήριζες τις συνδικαλιστικές πρακτικές του “πράττειν”; Με ελκύει η ιδέα της δημιουργίας “σοβιέτ του πράττειν”, αλλά φοβάμαι ότι αυτή η ιδέα θα σε τρομοκρατούσε.

Οι διαφορές μας είναι περισσότερο έντονες σε σχέση με τις αποκαλούμενες προοδευτικές κυβερνήσεις που βρίσκονται στην εξουσία σήμερα, ειδικά αυτές στη Λατινική Αμερική. Όπως γνωρίζεις, ο Τόνι κι εγώ είμαστε κριτικοί απέναντι σε αυτά τα αριστερόστροφα κόμματα και (στις αντίστοιχες) κυβερνήσεις από την Αργεντινή και τη Βραζιλία έως τη Βολιβία, το Εκουαδόρ και τη Βενεζουέλα. Και οι ελπίδες και οι εμπνεύσεις μας, όπως κι οι δικές σου, σχετίζονται πρωτίστως όχι με τις κυβερνήσεις αλλά με τα ισχυρά κοινωνικά κινήματα που δημιουργούν τη δυνατότητα των εκλογικών νικών τους. Όμως, δεν θεωρούμε αυτές τις κυβερνήσεις μόνο ως ανταγωνιστικές. Εδώ επίσης μου αρέσει η διττή υπόσταση του συνθήματός σου “θεσμοθέτηση και ανατροπή”. Θα μπορούσα να πω, με άλλα λόγια, ότι η έλευση αυτών των κυβερνήσεων δημιουργεί ένα νέο (και καλύτερο, σύμφωνα με ορισμένους) έδαφος για την πάλη, εντός του οποίου, τα κινήματα χρειάζεται να συνεχίσουν τους αγώνες ενάντια στις νεοφιλελεύθερες πρακτικές, στα οικονομικά παραδείγματα που βασίζονται στις εξαγωγές (συμπεριλαμβανομένων όσων σχετίζονται με πετρέλαιο, φυσικό αέριο, μονοκαλλιέργεια σόγιας, κοκ), στις φυλετικές ιεραρχίες και σε πολλά άλλα. Διαισθάνομαι ότι το είδος του κριτικού δεσμού με τον οποίο εγώ κι ο Τόνι αισθανόμαστε άνετα, φαίνεται σε σένα ξένος και, ακόμη, επικίνδυνος. Αυτή πιθανόν είναι μια πραγματική διαφορά μεταξύ μας και δεν είμαι σίγουρος για το κατά πόσο υπάρχει κάτι άλλο να πω σχετικά με αυτό.

(Μια μικρή διευκρίνιση: Είσαι μπερδεμένος με ένα απόσπασμα του βιβλίου μας, στο οποίο ο Τόνι κι εγώ φαίνεται να προτείνουμε να θεσμοθετήσουν τα Ηνωμένα Έθνη ένα παγκόσμιο εγγυημένο εισόδημα. Το ένστικτό σου είναι σωστό σχετικά με το ότι δεν προτείνουμε αυτό. Το απόσπασμα βρίσκεται σε ένα παράδοξο κεφάλαιο του βιβλίου μας, στο οποίο επιχειρούμε ένα νοητικό πείραμα σχετικά με το πώς το κεφάλαιο θα μπορούσε να αναμορφωθεί εάν ήταν σε θέση να ενεργεί ορθολογικά για το δικό του συμφέρον. Προσπαθούμε να ακολουθήσουμε τη λογική της καπιταλιστικής μεταρρύθμισης, γνωρίζοντας ότι τέτοιες μεταρρυθμίσεις είναι αδύνατες και ότι η λογική θα καταρρεύσει εν τέλει.

Αυτή ίσως είναι η κατάλληλη στιγμή να επαναφέρω ένα άλλο ερώτημα που είχα διαβάζοντας το “Ρωγμές στον Καπιταλισμό”, το οποίο ενδεχομένως σχετίζεται με το θέμα των θεσμών αλλά σε ένα διαφορετικό πλαίσιο. Ένας πρωταρχικός ανταγωνισμός, σύμφωνα με το επιχείρημά σου, είναι η αφηρημένη εργασία και, αν αντιλαμβάνομαι σωστά, οι εννοιολογικές διαδικασίες αφαίρεσης εν γένει. Δεν νομίζω ότι συμμερίζομαι την αντίθεσή σου στην αφαίρεση. Ας ξεκινήσουμε με την αφηρημένη εργασία στον Μαρξ υπό τη μορφή της ανταλλακτικής αξίας. Στη δική μου ανάγνωση τωναρχικών σελίδωντου “Κεφαλαίου” όπου ο Μαρξ αναλύει πώς η ανταλλακτική αξία ενός αγαθού επισκιάζει και υπερισχύει της αξίας χρήσης του, όπως ακριβώς η αφηρημένη εργασία υπερισχύει της συγκεκριμένης εργασίας, αυτό δεν υπονοεί ένα συμμετρικό αντικαπιταλιστικό σχέδιο που δείχνει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Με άλλα λόγια, ένα πολιτικό σχέδιο που επιβεβαιώνει την αξία χρήσης έναντι της ανταλλακτικής αξίας, μου φαίνεταισαν νοσταλγική απόπειρα ανάκτησης μιας προκαπιταλιστικής κοινωνικής τάξης. Αντίθετα, το σχέδιο του Μαρξ, όπως το βλέπω εγώ, ωθεί την καπιταλιστική κοινωνία να περάσει στην άλλη πλευρά. Με τον ίδιο τρόπο, δεν αντιλαμβάνομαι την αφηρημένη εργασία ως τον ανταγωνιστή. Είναι απλούστευση (αλλά σημαντική, νομίζω) να πούμε ότι χωρίς την αφηρημένη εργασία δεν θα υπήρχε προλεταριάτο. Εάν η εργασία του χτίστη, του ξυλουργού, του υφαντή, του εργάτη γης και του αυτοαπασχολούμενου παρέμεναν, η κάθε μια, συγκεκριμένες και ασύμμετρες, δεν θα μπορούσαμε να έχουμε καμία αντίληψη της εργασίας εν γένει (εργασία χωρίς αναφορά στη μορφή δαπάνης, όπως αναφέρει ο Μαρξ), η οποία δυνητικά τους συνδέει μεταξύ τους ως τάξη. Ξέρω ότι αυτό μπορεί να σου ακούγεται σαν να στριφογυρίζω και να επιβεβαιώνω την παράδοση των οργανώσεων της εργατικής τάξης τώρα, αλλά όχι ή τουλάχιστον όχι άκριτα. Στην πραγματικότητα, η αφαίρεση είναι αναγκαία για να αντιταχθούμε στις συντεχνιακές δομές που μαστίζουν αυτή την παράδοση. Αυτή η αφαίρεση, επίσης, ήταν που έκανε δυνατές τις συζητήσεις για την οικιακή εργασία στις κοινωνικές φεμινιστικές ομάδες, στις ΗΠΑ και στο Ηνωμένο Βασίλειο κατά τις δεκαετίες του 1970 και ’80, αναγνωρίζοντας ως δουλειά τις άμισθες οικιακές δραστηριότητες και πρακτικές φροντίδας που συνέχιζαν να χαρακτηρίζουν τον έμφυλοκαταμερισμό της εργασίας. Η αφηρημένη εργασία, έτσι, όπως το αντιλαμβάνομαι, δεν είναι ένα πράγμα αλλά μια αναλυτική, ένας τρόπος αντίληψης των συνεχειών ανάμεσα στους κόσμους της εργασίας.

Εν μέρει, νομίζω πως αυτό που μόλις έγραψα μπορεί να συσκοτίζει το θέμα, καθώς εσύ κι εγώ χρησιμοποιούμε τους όρους με διαφορετικό τρόπο. Εικάζω ότι χρησιμοποιείς τον όρο “αφαίρεση” (και “αφηρημένη εργασία”) για να ονομάσεις τις διαδικασίες και τις δομές εκμετάλλευσης μέσω των οποίων το κεφάλαιο μετρά και απαλλοτριώνει την αξία που παράγεται από την εργασία μας και ασκεί έλεγχο στις ζωές μας. Και, σε αντίθεση, ο όρος “πράττειν” σου είναι χρήσιμος ως αυτοοργανωμένη, αυτόνομη εργασία, με την οποία μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα χώρο στις ρωγμές της καπιταλιστικής τάξης. Εντάξει, αυτό μπορεί να λειτουργήσει και για μένα. Στην πραγματικότητα, το επιχείρημά σου ανταποκρίνεται καλά και συμπληρώνει το επιχείρημά μας στο Κεφάλαιο 3 του “Commonwealth” σχετικά με αυτό που αποκαλούμε κρίση της καπιταλιστικής βιοπολιτικής παραγωγής, αναδυόμενη σύνθεση της εργασίας και νέες δυνατότητες για αυτονομία από το κεφάλαιο.

Αλλά νομίζω ότι, αν και προσπαθούσα να μετακινηθώ από το ζήτημα των θεσμών, αυτό επιστρέφει πάλι εδώ. Ναι, θέλω να αναγνωρίσω κάθε πράξη στη μοναδικότητά της αλλά επίσης θέλω να συλλάβω αυτό που είναι κοινό στις μυριάδες πράξεις σε ολόκληρη την κοινωνία (είναι αυτό μια λογική αφηρημένης πράξης;). Θέλω οργάνωση. Προσπάθησε να ξεπλύνεις την άσχημη γεύση της πρότασης που έκανα προηγουμένως για τη δημιουργία σοβιέτ του πράττειν. Πώς οργανώνονται οι πράξειςκαι ποια είναι η μορφή της οργάνωσής τους;

Δεν είναι τόσο εύκολο να μετακινηθούμε από το ερώτημα της οργάνωσης και του θεσμού. Επανέρχεται συνεχώς. Εκτιμώ πως αυτή είναι μια περιοχή στην οποία πρέπει ακόμη να δουλέψουμε για να καταλάβουμε τις διαφορές μας.

Ευχές,

Μάικλ

Ιούνιος 2011

 

Αγαπητέ Μάικλ,

Πάρα πολλά ερεθίσματα εδώ, συμφωνίες και διαφωνίες, υπέροχα.

Επίτρεψέ μου να πάω κατευθείαν σε μια πρόταση που υπεισέρχεται διακριτικά στην επιχειρηματολογία σου αλλά υποψιάζομαι πως είναι ένα σημαντικό κλειδί για τις διαφορές μας. Λες, στο πλαίσιο της συζήτησης σχετικά με την αφηρημένη εργασία: “Αντίθετα, το σχέδιο του Μαρξ, όπως το βλέπω εγώ, ωθεί την καπιταλιστική κοινωνία να περάσει στην άλλη πλευρά”. Όμως εγώ δεν θέλω να ωθήσω τον καπιταλισμό να περάσει στην άλλη πλευρά: εγώ θέλω να εξέλθουμε τώρα, όσο υπάρχει ακόμα καιρός, αν υπάρχει ακόμα καιρός. Θα υπάρχει μια διέξοδος (όπως το έθεσαν οι Μπομπ Ντίλαν και Τζίμυ Χέντριξ) – αν και φυσικά μπορεί να μην υπάρχει.

Αυτό είναι το “φρένο έκτακτης ανάγκης” του Μπένγιαμιν (η γνώμη τουΒάλτερ Μπένγιαμινείναι ότι: “ο Μαρξ αποκαλούσε τις Επαναστάσεις ατμομηχανές της παγκόσμιας ιστορίας. Αλλά ίσως να είναι εντελώς διαφορετικά: ίσως είναι το τράβηγμα του φρένου έκτακτης ανάγκης από τους ανθρώπους μέσα σε αυτά τα τραίνα – ΣτΕ). Βρισκόμαστε πάνω σε ένα τραίνο που κατευθύνεται προς την καταστροφή, ορμώντας προς τον ολοκληρωτικό αφανισμό της ανθρωπότητας. Δεν έχει πλέον νόημα, αν είχε ποτέ, να σκεφτούμε να εξέλθουμε από την άλλη πλευρά. Χρειάζεται να τραβήξουμε το φρένο έκτακτης ανάγκης, να σταματήσουμε το τραίνο (ή ο καπιταλισμός είναι ένα υπερώριμο μήλο που σαπίζει, ή ένα ζόμπι ήδη νεκρό που βαδίζει όμως ακόμα, καταστρέφοντας τα πάντα). Όχι πρόοδος, λοιπόν, αλλά ρήξη. Εδώ, τώρα.

Υποψιάζομαι ότι ένα μεγάλο μέρος της επιχειρηματολογίας στην τριλογία τη δική σου και του Τόνι, βασίζεται στην άποψη ότι η ώθηση στην καπιταλιστική κοινωνία θα μας πάει στην άλλη πλευρά. Βεβαίως λες ότι το κεφάλαιο είναι σε ένα δρόμο καταστροφής, αλλά αυτό δεν είναι ακριβώς το ίδιο με το να πεις ότι το κεφάλαιο είναι ο δρόμος της καταστροφής, όπως θα έλεγα εγώ. Η διατύπωσή σου υποδηλώνει ότι η πορεία του μπορεί να μεταβληθεί, ενώ η αίσθησή μου είναι ότι η ρήξη με το κεφάλαιο είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να σταματήσει η ορμή προς την καταστροφή. Ακολουθείς τη δήλωσή σου σχετικά με το ότι το κεφάλαιο βρίσκεται στο δρόμο της καταστροφής, προτείνοντας ένα ρεφορμιστικό πρόγραμμα για το κεφάλαιο, ως ένα δρόμο κίνησης προς τη μετάβαση σε μια άλλη κοινωνία, ενώ εγώ βλέπω τον καπιταλισμό να βρίσκεται ήδη σε ένα προχωρημένοστάδιο αποσύνθεσης, με όλων των ειδών τις διεργασίες για εναλλακτικές κοινωνίες να υπερχειλίζουν τις όχθες του, και προτείνω πως θα έπρεπε να ρίξουμε όλες μας τις δυνάμεις σε αυτές τις υπερχειλίσεις ή ρωγμές.

Αυτό βοηθά στο να οριοθετήσουμε τις διαφορές μας σχετικά με τη θεσμοποίηση. Συναντιόμαστε ευτυχώς στο έδαφος της “θεσμοποίησης -και-ανατροπής”, αλλά αισθάνομαι ότι εντός αυτής της τάσης, κλίνουμε προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Δίνεις έμφαση στη σημασία της θεσμοποίησης, ενώ εγώ θέλω να ρίξουμε το βάρος στην πλευρά της ανατροπής, της συνεχούς κίνησης εναντίον-και-πέρα. Το “θεσμοποίηση-και-ανατροπή” δεν είναι για μένα “επανάληψη με διαφορά”, όπως προτείνεις, αλλά μια επαναλαμβανόμενη διαδικασία ρήξης, θραύσης και αναίρεσης.

Σίγουρα δεν πρόκειται απλώς για ένα ζήτημα θραύσης. Η εξέγερση δεν είναι αρκετή – αυτό είναι το κοινό αρχικό σημείο της αναζήτησής μας. Τι τότε; Κομμουνιστικοποίηση. Αυτή είναι η λέξη που με έλκει όλο και πιο πολύ. Θραύση και ύφανση των κοινωνικών σχέσεων σε μια διαφορετική βάση. Προφανώς αυτό βρίσκεται κοντά στη δική σου αντίληψη περί “κοινού πλούτου”, αλλά νιώθω ότι είναι σημαντικό να το σκεφτούμε με όρους ρημάτων παρά ουσιαστικών, με τους όρους των πράξεών μας. Το πρόβλημα, όπως πάντα, είναι η υλική παραγωγή της ζωής. Αν κραυγάζουμε εναντίον του κεφαλαίου αλλά δεν είμαστε ικανοί να ζήσουμε με έναν τρόπο που έρχεται σε ρήξη με το κεφάλαιο, τότε δεν θα πάμε πολύ μακριά με την εξέγερσή μας. Για να σπάσουμε τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις, χρειαζόμαστε τη στήριξη από νέες παραγωγικές δυνάμεις, όχι με την παλιά ορθόδοξη-μαρξιστική έννοια της τεχνολογίας αλλά με την έννοια ενός νέου πλεξίματος της ανθρώπινης δραστηριότητας. Έτσι, απολύτως ΝΑΙ στα σοβιέτ του πράττειν, τα οποία θεώρησες πως θα με τρομοκρατήσουν. “Πράττειν -εναντίον-εργασίας” σημαίνει κατά τη γνώμη μου ένα συλλογικό κίνημα ή κίνημα κομμουνιστικοποίησης, το οποίο έχει στο κέντρο του την αυτοδιάθεση της δικής μας δραστηριότητας – της δικής μας παραγωγικής δύναμης. Ίσως το κίνημα δημιουργήσει νέους θεσμούς, αλλά μόνο όπως το νερό σε ένα ρυάκι που λιμνάζει για λίγο και μετά συνεχίζει τη ροή του. Νομίζω πως αυτή θα μπορούσε να ήταν η απάντηση μου στο τελικό σου ερώτημα “πώς οργανώνονται οι πράξεις και ποια είναι η μορφή οργάνωσής τους;”. Αν σκεφτόμαστε το πράττειν ως ένα κίνημα κομμουνιστικοποίησης και αυτοδιάθεσης, τότε, δύσκολα μπορούμε να καθορίσουμε τη μορφή που θα πρέπει να πάρει. Στην καλύτερη περίπτωση, μπορούμε να κοιτάξουμε στις παρελθούσες και παρούσες εμπειρίες και να αντλήσουμε προτάσεις από αυτές.

Διαφέρουμε στο ζήτημα της αφηρημένης εργασίας. Αντιλαμβάνομαι την αφηρημένη εργασία ως την υπόσταση του κοινωνικού δεσμού που είναι το χρήμα. Με άλλα λόγια, το γεγονός ότι ανταλλάσσουμε τα προϊόντα μας ως εμπορεύματα αποσπασμένα από εμάς, αφαιρεί από εμάς τον έλεγχο επί των δραστηριοτήτων μας. Η αφηρημένη εργασία (και συνεπώς το χρήμα) είναι ο πυρήνας της άρνησης της κοινωνικής αυτοδιάθεσης, και κατά συνέπεια, κάθε αγώνας για κοινωνική αυτοδιάθεση πρέπει να είναι αγώνας ενάντια στην αφηρημένη εργασία (και στο χρήμα). Για να το πω με τα δικά σου λόγια, το ότι δεν θα υπήρχε προλεταριάτο χωρίς την αφηρημένη εργασία είναι αληθές, αλλά ποιος χρειάζεται ένα προλετάριο; Φαντάζομαι πως συμφωνείς ότι η ύπαρξη του προλετάριου είναι ο αγώνας εναντίον της ύπαρξής του ως προλεταριάτου. Το να λες ότι “ένα πολιτικό σχέδιο που επιβεβαιώνει την αξία χρήσης έναντι της ανταλλακτικής αξίας, μου φαίνεται σαν νοσταλγική απόπειρα ανάκτησης μιας προκαπιταλιστικής κοινωνικής τάξης” μου φαίνεται εντελώς λάθος. Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι έτσι, αλλά για μένα είναι η ουσία της πάλης για τηδημιουργία μιας κομμουνιστικής ή αντικαπιταλιστικής κοινωνίας. Αν δεν βλέπεις την πάλη να δημιουργεί ένα διαφορετικό είδος δημιουργικής δραστηριότητας (ένα πράττειν απελευθερωμένο από την αφηρημένη εργασία) και συνεπώς ένα διαφορετικό είδος προϊόντος (μια αξία χρήσης απελευθερωμένη από την αξία), δεν έρχεσαι πολύ κοντά στον λενινισμό, ο οποίος βεβαίως ήταν τυφλός στη διάκριση μεταξύ αφηρημένης και συγκεκριμένης εργασίας, με ολέθρια αποτελέσματα;

Υπάρχουν πολλά ακόμη που μπορούν να ειπωθούν. Σχετικά με τις προοδευτικές κυβερνήσεις, για παράδειγμα: δεν είναι ότι τις θεωρώ αποκλειστικά ως ανταγωνιστικές. Είναι μάλλον ότι η οργανωτική μορφή την οποία έχουν υιοθετήσει (το κράτος) τις ενσωματώνει στη γενική διάταξη των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων και τις στρέφει, εν δυνάμει τουλάχιστον, εναντίον κινημάτων που κατευθύνονται ενάντια στον καπιταλισμό. Κοίταξε τη Βολιβία των τελευταίων δύο μηνών.

Αλλά αντί να συνεχίσω, θέλω να τελειώσω με μια απορία. Ένα δίλημμα ίσως και για τους δυο μας, αλλά υποψιάζομαι ότι τείνουμε σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Λες, στην αρχή του γράμματός σου “Η επανάσταση έχει προτεραιότητα, αλλά ο αυθορμητισμός δεν είναι αρκετός. Η εξέγερση πρέπει να οργανώνεται σε μια επαναστατική διαδικασία”. Συμφωνώ με την πρώτη πρόταση, η δεύτερη είναι που με κάνει να παγώνω, να αναρωτιέμαι, να νιώθω σοκαρισμένος, να αναρωτιέμαι ξανά. Η εξέγερση είναι για μένα μια μαζική και εκρηκτική συρροή δυσαρεσκειών και εναλλακτικών πρακτικών, η δραματική συνάντηση τόσων πολλών διατρήσεων των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Προκειμένου να αποφευχθεί ο κατακλυσμός από μια ανάκαμψη του κεφαλαίου, πρέπει να υπάρχει μια κομμουνιστικοποίηση (ή μια συμβολή ρωγμών) τόσο ισχυρή που το κοινωνικό πλέγμα του χρήματος να γκρεμιστεί ή να καταστεί άνευ σημασίας. Αν θέλετε, η εξέγερση πρέπει να αυτοοργανωθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να συγκεντρώσει αρκετή ορμή για να διαρρήξει τον καπιταλισμό εντελώς. Η οργάνωση είναι ζωτικής σημασίας, αλλά όχι οποιαδήποτε οργάνωση: χρειάζεται μια οργάνωση που έρχεται από κάτω, μια κομμουνιστικοποίηση. Αυτό εννοείς όταν λες “Η εξέγερση πρέπει να οργανώνεται σε μια επαναστατική διαδικασία.”; Αναρωτιέμαι.

Με χαρά,

Τζον

Οκτώβριος 2011

 

Αγαπητέ Τζον,

Ορισμένες παρανοήσεις παραμένουν. Είναι φανερό, για παράδειγμα, ότι αντιλαμβανόμαστε την αφαίρεση και την αφηρημένη εργασία με πολύ διαφορετικούς τρόπους. Και το παράδοξο απόσπασμα του “Commonwealth”, στο οποίο διεξάγουμε ένα νοητικό πείραμα σχετικά με την καπιταλιστική μεταρρύθμιση, για να καταδείξουμε την αδυνατότητά της, επανέρχεται σε αυτή την επιστολή και σε οδηγεί ξανά να σκεφτείς ότι μια τέτοιου είδους μεταρρύθμιση είναι το πρόγραμμά μας. Αλλά ειλικρινά, τέτοιου είδους παρανοήσεις είναι δευτερεύουσες και υποψιάζομαι ότι, ακόμη και όταν διαγράφονται μεγάλες στα μάτια μας, απασχολούν πολύ λίγο τους αναγνώστες μας.

Αυτό που με εντυπωσιάζει πιο πολύ διαβάζοντας την αλληλογραφία μας, όμως, είναι το κοινό θεωρητικό και πολιτικό έδαφος το οποίο μοιραζόμαστε. Συναντιόμαστε με χαρά, όπως λες, στο πεδίο της “θεσμοθέτησης και ανατροπής” – καθώς επίσης και στο “ανατροπή και θεσμοθέτηση” (καθώς η διαδικασία λειτουργεί σίγουρα αμφίδρομα). Αλλά μετά προσθέτεις ότι κινούμαστε σε διαφορετικές κατευθύνσεις, ή τουλάχιστον, δίνουμε έμφαση σε διαφορετικές πλευρές της εξίσωσης. Αυτή η διαφορά γίνεται πιο σαφής, νομίζω, όταν εκφράζουμε τις ανησυχίες μας για τις διατυπώσεις του άλλου. Είμαι συχνά εναντίον του να εναποθέτουμε υπερβολική πίστη σε αυθόρμητες εξεγέρσεις, εξαιτίας της αποτυχίας τους να δημιουργήσουν εναλλακτικές λύσεις με διάρκεια, κι έτσι επιμένω σε συντακτικές διαδικασίες. Εσύ, αντί γι’ αυτό, φοβάσαι περισσότερο τη στερεότητα των επαναλαμβανόμενων πρακτικών και των θεσμικών δομών, κι έτσι δίνεις προνομιακή θέση στη ρήξη και στο κίνημα. Βρήκα ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες, από την άποψη αυτή, τις ανησυχίες που εκφράστηκαν, στη σύντομη ανταλλαγή απόψεων μας, σχετικά με την αγάπη. Αλλά ακόμη και αυτές οι διαφορές στην έμφαση δεν πρέπει να διογκώνονται, δεδομένου ότι μοιραζόμαστε με σαφήνεια τις ίδιες ανησυχίες σε μεγάλο βαθμό.

Είμαι χαρούμενος, λοιπόν, που αφήνω την αλληλογραφία μας εδώ, με την ελπίδα ότι μπορούμε να την ξεκινήσουμε ξανά, όταν τα κινήματα, και εμείς επίσης, θα έχουμε κάνει περισσότερα βήματα μπροστά.

Εύχομαι τα καλύτερα,

Μάικλ

Οκτώβριος 2011

 

Μετάφραση: Δημήτρης Σεραφής

Το αγγλικό κείμενο διαθέσιμο στο libcom.org

 

——————-

Το Α’ μέρος της αλληλογραφίας Χαρντ – Χόλογουεη

Στο πρώτο μέρος της αλληλογραφίας τους, ο John Holloway και ο Michael Hardt συζητούν κάποια κοινά θέματα που έχουν προκύψει από τα πιο πρόσφατα βιβλία τους, τα οποία άπτονται της οργάνωσης, της δημοκρατίας και των θεσμών.

 

Ιούλιος 2010

Αγαπητέ John,

Κάτι που μου αρέσει στο «Crack Capitalism»[1], το οποίο είναι κοινό και στο «Change the World Without Taking Power»[2], είναι ότι η επιχειρηματολογία του ιχνηλατεί τη γενεαλογία της εξέγερσης. Με άλλα λόγια, ξεκινάς με την αγανάκτηση, την οργή, το θυμό που οι άνθρωποι αισθάνονται, αλλά δεν σταματάς εκεί. Η επιχειρηματολογία σου οδηγεί την εξέγερση τόσο προς τη δημιουργική πρακτική όσο και προς τη θεωρητική έρευνα.

Από τη μία πλευρά, αν και η άρνηση είναι ουσιώδης, ίσως ακόμη και πρωταρχική στην επιχειρηματολογία σου, ιδιαίτερα η ρήξη ή η έξοδος από τις καπιταλιστικές κοινωνικές μορφές, κάθε καταστροφική δύναμη πρέπει να συνοδεύεται από μια δημιουργική, κάθε προσπάθεια να γκρεμίσουμε τον κόσμο γύρω μας πρέπει να αποσκοπεί, επίσης, στη δημιουργία ενός νέου. Επιπλέον, αυτές οι δύο διαδικασίες, η καταστροφική και η εποικοδομητική, δεν μπορούν να διαχωριστούν, αλλά είναι εντελώς ενσωματωμένες ή συνυφασμένες μεταξύ τους. Αυτός είναι ο λόγος, όπως λες, που δεν έχει νόημα να αναβάλουμε τη δημιουργία μιας νέας κοινωνίας μέχρι την πλήρη κατάρρευση ή κατεδάφιση της καπιταλιστικής κοινωνίας. Αντίθετα πρέπει να αγωνιστούμε τώρα να δημιουργήσουμε μια νέα κοινωνία μέσα στο κέλυφος της παλαιάς ή, μάλλον, στις ρωγμές της, στα διάκενά της.

Από την άλλη πλευρά, καταδεικνύεις πως η εξέγερση πρέπει να οδηγήσει όχι μόνο σε πρακτική αλλά και σε θεωρητική καινοτομία. Παρότι το βιβλίο σου αρχίζει παρουσιάζοντας συναισθηματικές καταστάσεις και περιπτώσεις πρακτικών αντίστασης, η κεντρική επιχειρηματολογία περιλαμβάνει μια εννοιολογική διερεύνηση, πολύ σημαντική κατά τη γνώμη μου, σχετικά με το ρόλο και τις δυνατότητες των παραγωγικών ικανοτήτων μας στην καπιταλιστική κοινωνία. Δε θέλω να θέσω ένα διαχωρισμό εδώ μεταξύ πρακτικής και θεωρίας. Στην πραγματικότητα, η επιχειρηματολογία σου προϋποθέτει ότι είναι πλήρως ενσωματωμένες ή συνυφασμένες. Για να αλλάξουμε τον κόσμο, πρέπει όχι μόνο να δράσουμε με διαφορετικό τρόπο, αλλά και να σκεφτούμε διαφορετικά, κάτι που απαιτεί να εργαστούμε πάνω στις έννοιες και μερικές φορές να επινοήσουμε νέες έννοιες.

Η κεντρική επιχειρηματολογία του βιβλίου, η οποία διακρίνει το πράττειν από την εργασία και προσδιορίζει την αφαίρεση ως πρωταρχική δύναμη της καπιταλιστικής κυριαρχίας, μου φαίνεται βαθιά μαρξιστική. Μπορεί να φαίνεται παράδοξο να το λέω αυτό, επειδή αντιπαραθέτεις προσεκτικά την επιχειρηματολογία σου με την ορθόδοξη μαρξιστική παράδοση, τοποθετούμενος σε σχέση με τα γραπτά του ίδιου του Μαρξ, μερικές φορές διευκρινίζοντας τι όντως λέει και αποδεικνύοντας πως αυτό έρχεται σε αντίθεση με την ορθόδοξη μαρξιστική παράδοση, και άλλες φορές προχωρώντας πέρα από τον Μαρξ. Παρόλο που η επιχειρηματολογία σου βρίσκεται πράγματι σε αντίθεση με την ορθόδοξη μαρξιστική παράδοση, διαβάζοντας τον Μαρξ ενάντια στο μαρξισμό και προχωρώντας πέρα από τον Μαρξ τοποθετείσαι στέρεα στο πλαίσιο (ή, ίσως καλύτερα, σε διάλογο) ενός ισχυρού ρεύματος αποκαλούμενου ετερόδοξη μαρξιστική παράδοση που έχει δραστηριοποιηθεί από το 1960. Αυτό είναι σαφώς εμφανές, για παράδειγμα, στο πλαίσιο του ισχυρισμού, κεντρικού στην επιχειρηματολογία σου σε αυτό το βιβλίο, ότι το πέρασμα προς την ελευθερία δεν έγκειται στην απελευθέρωση της εργασίας, όπως υποστήριξε η μαρξιστική ορθοδοξία και η σοβιετική ιδεολογία, αλλά στην απελευθέρωση από την εργασία. Βλέπω αυτό ως βασικό σύνθημα ή αρχή αυτής της ετερόδοξης παράδοσης.

Αυτό που προκύπτει για μένα είναι ότι ενώ τη δεκαετία του 1970 ο ορθόδοξος μαρξισμός ήταν όντως κυρίαρχος, ενισχυμένος από τους ιδεολόγους των διάφορων επίσημων κομμουνιστικών κομμάτων, σήμερα αυτή η γραμμή ερμηνείας είναι σχεδόν τελείως αναξιόπιστη. Αντίθετα, η μαρξιστική θεωρία σήμερα χαρακτηρίζεται κυρίως, κατά την άποψή μου, από αυτό που κάποτε ήταν η ετερόδοξη γραμμή, στης οποίας την ανάπτυξη συνέβαλες μαζί με τους συναδέλφους σου στη Διάσκεψη των Σοσιαλιστών Οικονομολόγων και σε συνεργασία με παρόμοιες τάσεις στην Ιταλία, τη Γερμανία και τη Γαλλία. Αυτό είναι καλό και κάνει τη μαρξιστική θεωρία σήμερα περισσότερο ενδιαφέρουσα και επίκαιρη.

Δε θέλω με αυτό να σε χαλιναγωγήσω εντός του μαρξισμού. Όπως και εσένα, λίγο με νοιάζει για το αν το έργο μου αποκαλείται μαρξιστικό ή όχι. Συχνά βρίσκω ότι μαρξιστές με κατηγορούν ότι δεν είμαι αρκετά μαρξιστής και μη-μαρξιστές ότι είμαι πάρα πολύ μαρξιστής. Τίποτε από αυτά δεν έχει σημασία για μένα. Αυτό που είναι σημαντικό, όμως, είναι το πόσο χρήσιμο βρίσκω το διάβασμα του έργου του Μαρξ και πόσο χρήσιμο είναι επίσης για σένα σε αυτό το βιβλίο.

Μια βαθιά και σημαντική αντήχηση της επιχειρηματολογίας σου σε αυτό το βιβλίο, που είναι κοινή με τα γραπτά του Μαρξ, βρίσκεται στην αναγνώριση της εργασίας (ή της ανθρώπινης παραγωγικής ικανότητας) ως τόπο τόσο της εκμετάλλευσής μας όσο και της δύναμής μας. Ορίζεις αυτή τη δυαδικότητα διακρίνοντας την εργασία (την οποία προσδιορίζεις ως παραγωγή σε ένα καθεστώς καπιταλιστικής αφαίρεσης) από το πράττειν (το οποίο μου φαίνεται παρόμοιο με την έννοια του Μαρξ «ζωντανή εργασία»). Από τη μία πλευρά, το κεφάλαιο χρειάζεται τις παραγωγικές ικανότητές μας και δεν θα μπορούσε να υπάρξει και να αναπαραχθεί χωρίς αυτές. Το κεφάλαιο, με άλλα λόγια, δεν μας καταπιέζει ή κυριαρχεί πάνω μας μόνο, αλλά μας εκμεταλλεύεται, κάτι που σημαίνει ότι πρέπει συνεχώς να προσπαθεί να εξημερώνει και να διοικεί τις παραγωγικές δυνάμεις μας μέσα στο περιορισμένο πλαίσιο του κοινωνικού συστήματός του. Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία σου, αυτό επιτυγχάνεται κατά κύριο λόγο μέσω των διαδικασιών της αφαίρεσης. Από την άλλη πλευρά, οι παραγωγικές ικανότητές μας πάντα υπερβαίνουν το κεφάλαιο και είναι δυνητικά αυτόνομες από αυτό. Αυτή η ασυμμετρία είναι ζωτικής σημασίας: ενώ το κεφάλαιο δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς την εργασία μας, οι παραγωγικές ικανότητές μας μπορούν δυνητικά να υπάρχουν και να ευδοκιμούν χωρίς την καπιταλιστική οργάνωση. Πράγματι, όπως καταδεικνύεις, υπάρχουν πάντοτε αναρίθμητα παραδείγματα της παραγωγικής αυτονομίας μας μέσα στις ρωγμές ή τα διάκενα της καπιταλιστικής κοινωνίας. Αυτά είναι εξαιρετικά σημαντικά, αλλά δεν αρκούν. Το σχέδιό σου είναι η δημιουργία εναλλακτικών κοινωνικών δικτύων αυτόνομης παραγωγικής συνεργασίας που μπορούν, όπως είπα και προηγουμένως, να οικοδομήσουν μια κοινωνία της ελευθερίας μέσα από την καπιταλιστική κοινωνία.

Όπως διάβασα το «Crack Capitalism», μου φάνηκε ότι, ενώ το «Change the World» υιοθέτησε και επέκτεινε το σχέδιο για την κατάργηση του κράτους, ακόμη και την κατάργησή του στο μυαλό και τις πρακτικές μας, αυτό το βιβλίο λειτουργεί μέσω του σχεδίου της άρνησης της εργασίας – με την αντίληψη ότι κάθε εξέγερση ενάντια στο καπιταλιστικό καθεστώς εργασίας είναι επίσης, κατ’ ανάγκη, ανάπτυξη των δικών μας αυτόνομων δυνατοτήτων του πράττειν, ότι η καταστροφή της κοινωνίας της εργασίας συνοδεύεται από τη δημιουργία μιας νέας κοινωνίας που βασίζεται σε μια διαφορετική αντίληψη της παραγωγής και της παραγωγικότητας.

Αυτό με οδηγεί σε μια πρώτη, αρχική ερώτηση. Γνωρίζουμε ότι το καπιταλιστικό καθεστώς εργασίας έχει εξαιρετικά ανεπτυγμένα συστήματα κοινωνικής οργάνωσης και συνεργασίας, τα οποία λειτουργούν μέσω της πειθαρχίας και του ελέγχου. Τα αναλύεις αυτά κατά κύριο λόγο μέσα από το πρίσμα της αφαίρεσης. Τα δεσπόζοντα εργατικά κινήματα, κυρίως τα βιομηχανικά συνδικάτα, έχουν επίσης αναπτύξει μορφές οργάνωσης και πειθαρχίας σε ένα είδος αντίπαλου δέους, αλλά, σύμφωνα με την ανάλυσή σου, κι αυτά, όπως και το καπιταλιστικό καθεστώς, είναι αφιερωμένα στην οργάνωση της αφηρημένης εργασίας. Νομίζω ότι καταλαβαίνω αυτή την κριτική και συμφωνώ με αυτή σε μεγάλο βαθμό, με την αίρεση, όπως λες, επικαλούμενος το εξαιρετικό βιβλίο του Karl Heinz Roth που εκδόθηκε το 1970, ότι πάντοτε υπάρχει επίσης ένα «άλλο» εργατικό κίνημα. Το ερώτημά μου, λοιπόν, είναι πώς μπορεί οι αυτόνομες παραγωγικές πρακτικές μας, το πράττειν μας, να οργανωθούν και να διατηρηθούν ως εναλλακτικές κοινωνικές μορφές; Νομίζω ότι θα συμφωνείς πως τα σχήματα συνεργασίας και συντονισμού μεταξύ των πρακτικών του πράττειν μας δεν είναι αυθόρμητα, αλλά πρέπει να οργανωθούν. Θα ήθελα να προσθέσω ότι πρέπει να δημιουργήσουμε θεσμούς κοινωνικής συνεργασίας, και θα μπορούσες να συμφωνήσεις με αυτό επίσης, εφόσον εξηγώ ότι με τον όρο θεσμούς εδώ δεν εννοώ μια γραφειοκρατική δομή, αλλά μάλλον, όπως οι ανθρωπολόγοι χρησιμοποιούν τον όρο, μια επαναλαμβανόμενη κοινωνική πρακτική, μια συνήθεια, που δομεί τις κοινωνικές σχέσεις. Τι θεσμούς έχουμε ήδη που εκπληρώνουν αυτόν το ρόλο και τι μπορούμε να αναπτύξουμε; Και, πιο συγκεκριμένα, ποια σχέση μπορεί να έχει αυτό με τις συνδικαλιστικές παραδόσεις; Το ζήτημα εδώ, φυσικά, δεν είναι να απορρίψουμε πλήρως τις παραδοσιακές οργανώσεις των εργατικών κινημάτων, αλλά, από ορισμένες απόψεις, να τις επεκτείνουμε και να τις μετασχηματίσουμε. Εδώ θα ήθελα να διερευνήσω τις καινοτομίες στη σύγχρονη οργάνωση της εργασίας που δείχνουν προς την κατεύθυνση της επιχειρηματολογίας σου. Μπορούμε να φανταστούμε στη θέση ενός παραδοσιακού εργατικού κινήματος μια ένωση ή συνδικάτο των πραττόντων ή, καλύτερα, έναν κοινωνικό θεσμό του πράττειν; Ποιοι θα ήταν οι μηχανισμοί της κοινωνικής συνεργασίας και οι δομές της οργάνωσης; Δεν είμαι σίγουρος ότι έχεις τις απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά, και δεν υποκρίνομαι, αλλά νομίζω ότι έχεις μερικούς τρόπους σκέψης για το πώς μπορούμε να αναπτύξουμε τις δομές και τους θεσμούς της κοινωνίας του πράττειν και αυτό είναι που θα ήθελα καταρχάς να κατευθύνει το διάλογό μας.

Ευχές,

Michael

 

Δεκέμβριος 2010

Αγαπητέ Michael,

Σε ευχαριστώ πολύ για τα σχόλιά σου και για τη χροιά τους που μου φαίνεται σωστή: ισχυρή αίσθηση των κοινών ανησυχιών και κατευθύνσεών μας και επιθυμία να προχωρήσουμε μπροστά μέσω της εξερεύνησης των διαφορών μας. Αυτό αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό αυτό που ένιωσα καθώς διάβαζα το «Commonwealth»[3]: μια αίσθηση πολύ στενής εγγύτητας των ανησυχιών σου με τις δικές μου, ένα συναίσθημα ότι περπατάμε χέρι-χέρι, μερικές φορές πολύ κοντά, μερικές φορές τραβώντας προς διαφορετικές κατευθύνσεις, παράγοντας μια ακολουθία τρανταγμάτων θαυμασμού, ενθουσιασμού και αγανάκτησης.

Το ερώτημα που θέτεις στο τέλος της επιστολής σου είναι πολύ σωστό γιατί πέφτει κατευθείαν πάνω σε μία από τις κυριότερες ανησυχίες μου κατά την ανάγνωση του «Commonwealth»: το θέμα των θεσμών, το οποίο εσύ και ο Toni τονίζετε πολύ και το οποίο αναπτύσσεις ιδιαίτερα στο τελευταίο μέρος του βιβλίου.

Η έγνοια όλων μας, νομίζω, είναι η ίδια, αλλά η απάντηση που δίνουμε είναι μάλλον διαφορετική. Η ανησυχία που μοιραζόμαστε είναι: πώς μπορούμε να προχωρήσουμε μετά τις εκρήξεις της οργής; Το Αργεντινάσο πριν από σχεδόν δέκα χρόνια, όταν οι άνθρωποι στους δρόμους της Αργεντινής ανέτρεψαν τον έναν μετά τον άλλον πρόεδρο, με την ηχηρή κραυγή του «que se vayan todos» («να φύγουν όλοι»)· το κίνημα της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης και οι μεγάλες διαδηλώσεις ενάντια στις συνόδους κορυφής στο Σιάτλ, το Κανκούν, τη Γένοβα, το Γκλένιγκλς, το Ροστόκ και αλλού· οι εκρήξεις οργής κατά τον τελευταίο χρόνο σε Ελλάδα, Γαλλία, Ιταλία, Βρετανία, Ιρλανδία, και τώρα που γράφω, στην Τυνησία, την Αίγυπτο, την Αλγερία. Σπουδαία. Επευφημούμε, χοροπηδάμε με ενθουσιασμό. Αλλά έπειτα τι; Πώς συνεχίζουμε; Και οι δύο συμφωνούμε ότι η οργή δεν επαρκεί, ότι πρέπει να υπάρξει μια θετική στιγμή. Και οι δύο συμφωνούμε ότι η απάντηση δεν είναι να οικοδομήσουμε το κόμμα και να κερδίσουμε τις επόμενες εκλογές ή να πάρουμε τον έλεγχο του κράτους. Αλλά, αν όχι αυτό, τότε τι; Η απάντηση που δίνεις είναι «Θεσμοποίηση. Δημιουργία θεσμικών οργάνων που θα δώσουν διάρκεια στα επιτεύγματα του κύματος της εξέγερσης». Και θέλω να πω «όχι, όχι, όχι, δεν είναι αυτός ο σωστός δρόμος, αυτό είναι μια επικίνδυνη πρόταση».

Δεν θέλω, βεβαίως, να παρωδήσω αυτό που λες, γιατί υπάρχει μεγάλη φροντίδα και οξύνοια στην επιχειρηματολογία σου. Στην επιστολή σου λες: «Θα ήθελα να προσθέσω ότι πρέπει να δημιουργήσουμε θεσμούς κοινωνικής συνεργασίας, και θα μπορούσες να συμφωνήσεις με αυτό επίσης, εφόσον εξηγώ ότι με τον όρο θεσμούς εδώ δεν εννοώ μια γραφειοκρατική δομή, αλλά μάλλον, όπως οι ανθρωπολόγοι χρησιμοποιούν τον όρο, μια επαναλαμβανόμενη κοινωνική πρακτική, μια συνήθεια, που δομεί τις κοινωνικές σχέσεις». Αλλά όχι, δεν συμφωνώ με αυτό, ακόμη και αν ληφθεί υπόψη η ευρεία αντίληψή σου για τους θεσμούς.

Γιατί δεν συμφωνώ; Πρώτον, επειδή αν και υποστηρίζεις μια ευρεία κατανόηση της θεσμοποίησης, ανοίγεις μια πόρτα ώστε η διάκριση μεταξύ των δύο εννοιών να γίνει ασαφής. Η επαναλαμβανόμενη κοινωνική πρακτική ολισθαίνει εύκολα σε μια γραφειοκρατική δομή και, εκτός εάν δημιουργήσεις μια πολύ σαφή διάκριση μεταξύ των δύο (με τη χρήση διαφορετικών λέξεων, για παράδειγμα), υπάρχει ο κίνδυνος να νομιμοποιήσεις αυτή την ολίσθηση. Στο βιβλίο, η διάκριση είναι σαφής κάποιες φορές, αλλά κάποιες άλλες φαίνεται να εξατμίζεται, όπως στην πρόταση, στη σελίδα 380, που προκαλεί έκπληξη και αμηχανία, ότι ο ΟΗΕ θα μπορούσε να παρέχει ένα παγκόσμιο εγγυημένο εισόδημα (ο νους παγώνει). Η θεσμοποίηση οδηγεί εύκολα σε κρατοκεντρικές πολιτικές – πώς αλλιώς θα μπορούσες ακόμη και να φανταστείς την επίτευξη μιας τέτοιας εγγύησης του ΟΗΕ;

Δεύτερον, διαφωνώ διότι θεσμοποίηση σημαίνει πάντα να προβάλλεις το παρόν στο μέλλον. Ακόμη και με την πλαδαρή έννοια μιας επαναλαμβανόμενης κοινωνικής πρακτικής, δημιουργεί την προσδοκία πως οι νέοι θα πρέπει να συμπεριφέρονται όπως οι γονείς τους (ή τα μεγαλύτερα αδέλφια τους). Αλλά όχι, δεν θα έπρεπε. «Αυτός δεν είναι ο σωστός τρόπος, πρέπει να κάνετε αυτό» είπαν οι βετεράνοι του 1968 στους φοιτητές, στη μεγάλη απεργία της UNAM το 2000, αλλά ευτυχώς (ή όχι) οι φοιτητές δεν έδωσαν καμία προσοχή. Η θεσμοποίηση είναι πάντα μια καθαγίαση της παράδοσης, έτσι δεν είναι; Και αυτό που έγραφε ο Toni χρόνια πριν ότι η παράδοση είναι εχθρός της ταξικής πάλης; Δεν θυμάμαι ακριβώς πού, αλλά θυμάμαι ότι η σκέψη αυτή ήταν θαυμάσια.

Τρίτον, η θεσμοποίηση δεν λειτουργεί, ή τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που υπάρχει πρόθεση να λειτουργήσει. Υπάρχει μια ροή αγώνα, μια κοινωνική ροή εξέγερσης (όπως ο φίλος μου Sergio Tischler το τοποθετεί) που δεν μπορεί να ελεγχθεί και που επανειλημμένα σαρώνει θεσμούς που έχουν επινοηθεί για να τη διοχετεύσουν σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Η αίσθησή μου είναι ότι δίνεις πολύ μεγάλο βάρος στους θεσμούς, στην αντίληψή σου για την κοινωνία. Μπορεί η αγάπη να θεσμοποιηθεί; Συμφωνώ απόλυτα με την τολμηρή αντίληψή σου για την επαναστατική δύναμη της αγάπης, αλλά τότε πρέπει να αναρωτηθείς, μπορεί η αγάπη να θεσμοποιηθεί; Σίγουρα όχι. Ακόμη κι αν λέμε ότι δεν μιλάμε για μια σύμβαση γάμου, αλλά απλώς για «μια επαναλαμβανόμενη κοινωνική πρακτική, μια συνήθεια», η εμπειρία όλων μας πιθανώς είναι ότι η αγάπη συνεχώς συγκρούεται με τη συνήθεια. Η αγάπη μπορεί να επιβιώσει στο πλαίσιο της επαναλαμβανόμενης κοινωνικής πρακτικής, αλλά μόνο αν κινείται συνεχώς εντός-ενάντια-και-πέρα από αυτήν.

Σκεφτείτε το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ, τον κύριο θεσμό που έχει προκύψει από το κίνημα της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης. Δεν είμαι ιδιαίτερα αντίθετος με αυτό και νομίζω ότι μπορεί να προσφέρει ένα χρήσιμο και ευχάριστο χώρο συνάντησης, αλλά, σε αντίθεση με τις προθέσεις των περισσότερων συμμετεχόντων, τείνει να προωθήσει μια γραφειοκρατικοποίηση του κινήματος και σίγουρα δεν είναι το κλειδί για την επανάσταση.

Θεσμοποίηση (ευρεία ή στενή) σημαίνει προσπάθεια να τεθεί η ζωή πάνω σε σιδηροτροχιές ή σε λεωφόρους, ενώ εξέγερση είναι η συνεχής προσπάθεια για διάρρηξή τους, η ανακάλυψη νέων τρόπων να κάνουμε πράγματα. Η πρόταση για τη δημιουργία θεσμών, όπως το βλέπω εγώ, λέει ότι οι παλιοί δρόμοι για επανάσταση δεν λειτουργούν πλέον και πρέπει να δημιουργήσουμε νέους δρόμους για εκείνους που μας ακολουθούν, για να περπατήσουμε μαζί. Αλλά σίγουρα δεν είναι έτσι: η επανάσταση είναι πάντα μια διαδικασία δημιουργίας των δικών μας διαδρομών. Το «Se hace el camino al andar» («δημιουργούμε το δρόμο περπατώντας») αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της επαναστατικής διαδικασίας. Βλέπω την ίδια την ιδέα της θεσμοποίησης ως μια πτυχή της οργάνωσης της ανθρώπινης δραστηριότητας ως αφηρημένη εργασία, ακριβώς ό,τι αντιπαλεύουμε.

«Πάρα πολύ εύκολο», μπορείς να πεις και ασφαλώς θα είχες δίκιο. Δεν χρειάζεται κάποια μορφή κοινωνικής οργάνωσης; Βεβαίως, αλλά οι δικές μας μορφές οργάνωσης, οι μορφές οργάνωσης που δείχνουν προς μια διαφορετική κοινωνία, δεν μπορεί να θεωρούνται σταθερές. Έχουμε ιδέες και αρχές και εμπειρίες και κατευθύνσεις που είναι περισσότερο ή λιγότερο κοινές στα κινήματα ενάντια στον καπιταλισμό, αλλά δεδομένου ότι εμείς οι ίδιοι, οι πρακτικές και οι ιδέες μας είναι τόσο σημαδεμένες από την κοινωνία ενάντια στην οποία αγωνιζόμαστε, οι μορφές οργάνωσης δεν μπορεί παρά να είναι πειραματικές, μια διαδικασία κίνησης μέσω δοκιμών και λαθών και αναστοχασμού.

Αλλά δεν χρειάζεται μια συνάντηση των ρωγμών; Ναι, και νομίζω ότι αυτό είναι ένα θέμα που δεν έχει διερευνηθεί επαρκώς στο βιβλίο μου. Θα ήθελα να αναπτύξω περαιτέρω σε κάποιο σημείο το θέμα της συμβολής των ρωγμών, τόσο όσον αφορά το οραματικό φώτισμα των πυρκαγιών όσο και την πρακτική οργάνωση της συνεργασίας. Αλλά δύο πράγματα. Πιστεύω ότι ο θεσμικός τρόπος σκέψης είναι πιθανώς ένα εμπόδιο για να δούμε την πρακτική και τις δυνατότητες αυτής της συμβολής. Και δεύτερον, είναι σημαντικό να σκεφτούμε τη συμβολή ως μια διαρκώς πειραματική κίνηση από το συγκεκριμένο, όχι μια χαρτογράφηση του μέλλοντος που κινείται από την ολότητα, όπως νομίζω ότι είναι η τάση στο βιβλίο σου. Είμαστε στις ρωγμές και ωθούμε από εκεί. Το πρόβλημά μας είναι να διαρρήξουμε και να κινηθούμε παραπέρα, όχι να ανεγείρουμε ένα εναλλακτικό σύστημα διακυβέρνησης. Μπορούμε να προσπαθήσουμε να ακολουθούμε τις πρακτικές των υπαρχόντων κινημάτων, κριτικάροντάς τα και βλέποντας πώς η συμβολή επιτυγχάνεται ή όχι, αλλά δεν μπορούμε να θεσπίσουμε ένα μοντέλο για το μέλλον.

Η αξιοπρέπεια είναι ένας γρήγορος χορός, δείχνω στο βιβλίο. Αλλά η αμφιβολία που προκύπτει είναι ότι ίσως δεν είμαστε σε θέση για τέτοια ευκινησία. Ίσως είμαστε ικανοί μόνο για να κινούμαστε πιο αργά. Ίσως χρειαζόμαστε θεσμούς σαν πατερίτσες, έτσι ώστε να μπορούμε να στερεώνουμε κάθε βήμα που κάνουμε. Πιθανόν να είναι έτσι, αλλά ακόμη και τότε η μάθηση του περπατήματος είναι το πέταμα της πατερίτσας. Προδίδουμε τους εαυτούς μας αν δεν συνδέσουμε την ανατροπή με τη θεσμοποίηση. Αν πρέπει να θεσμοποιήσουμε, τότε θα πρέπει να ανατρέψουμε τους δικούς μας θεσμούς ταυτόχρονα. Αυτό είναι παρόμοιο με το ζήτημα της ταυτοποίησης. Στο «Change the World» δέχομαι ότι μπορεί μερικές φορές να είναι σημαντικό να επιβεβαιώσουμε την ταυτότητά μας, αλλά μόνο αν την ανατρέψουμε ή προχωρήσουμε πέρα από αυτήν ταυτόχρονα, και αυτό που εσύ και ο Toni λέτε στη δική σας συζήτηση περί ταυτότητας είναι παρόμοιο. Θεσμοποιώ-και-ανατρέπω, λοιπόν, είναι μια διατύπωση που θα έβρισκα πιο ελκυστική, αλλά και πάλι δεν μου αρέσει. Η θεσμοθέτηση μπορεί να είναι αναπόφευκτη μερικές φορές, αλλά στην ένταση μεταξύ θεσμοθέτησης και ανατροπής έχουμε ήδη λάβει θέση. Η σκέψη είναι ανατροπή. Σκέφτομαι σημαίνει προχωράω παραπέρα, όπως λέει ο Ernst Bloch – τον οποίο αναφέρεις πολλές φορές στο βιβλίο, αλλά ο Toni αλλού χαρακτηρίζει, ασυγχώρητα, ως αστικό φιλόσοφο (Antonio Negri, «Time for Revolution», 2003, σ.. 109).

Η δημοσίευση, φυσικά, είναι μια μορφή θεσμοποίησης και συμμετέχω ενεργά σε αυτήν. Δημοσιεύοντας τα επιχειρήματά μου, τους δίνω στερεότητα. Αλλά ίσως αυτή η ανταλλαγή επιστολών αποτελεί μια προσπάθεια των δυο μας να ανατρέψουμε αυτή τη θεσμικότητα: ο σκοπός δεν είναι να υπερασπιστούμε τις θέσεις που έχουμε λάβει, αλλά να προκαλέσουμε ο ένας τον άλλον για να προχωρήσουμε πέρα από όσα έχουμε ήδη γράψει.

Και στη συνέχεια, ένα αναπόφευκτο θέμα, αν μιλάμε για θεσμούς: τι μπορώ να πω για τον τίτλο του τελευταίου κεφαλαίου σου – «Κυβερνώντας την Επανάσταση»; Ένα τρομακτικό οξύμωρο; Μια σκληρή αυθάδης πρόκληση; Ή μήπως είναι μια σοβαρή πρόταση; Στο βαθμό που φαίνεται να είναι μια σοβαρή πρόταση, σίγουρα με προκαλεί και με τρομάζει. Αυτό που με αναστατώνει είναι ότι η φράση υποδηλώνει ένα διαχωρισμό μεταξύ διακυβέρνησης και επανάστασης, ενώ για μένα επανάσταση είναι η κατάργηση αυτού του διαχωρισμού. Το «κυβερνώντας την επανάσταση» αμέσως με κάνει να αναρωτηθώ ποιος, ποιος πρόκειται να την κυβερνήσει; Ακριβώς όπως η δήλωσή σου στη σελ. 377 ότι «οι άνθρωποι είναι εκπαιδεύσιμοι» με τρομάζει επίσης, για το ποιος πρόκειται να κάνει την εκπαίδευση; Ποιος θα κυβερνήσει την επανάσταση, ποιος θα εκπαιδεύσει τους ανθρώπους; Εάν λες ότι μιλάμε για αυτο-κυβέρνηση, τότε εντάξει, αλλά γιατί δεν μιλάμε τότε για τις οργανωτικές μορφές της αυτοδιάθεσης, κατανοώντας ότι αυτοδιάθεση σημαίνει μια διαδικασία αυτο-εκπαίδευσης, αυτο-μεταμόρφωσης; Αλλά αν αναδιατυπώσουμε το ζήτημα έτσι, τότε αμέσως πρέπει να πούμε ότι οι οργανωτικές μορφές της αυτοδιάθεσης είναι αυτο-καθορισμός και ως εκ τούτου δεν μπορεί να θεσμοποιηθεί.

Επίτρεψέ μου να ανοίξω ένα δεύτερο μέτωπο ανησυχίας. Δημοκρατία. Θέτεις στο κέντρο της συζήτησης για την επανάσταση την πάλη για τη δημοκρατία. Η κατάργηση του καπιταλισμού μπαίνει σε δεύτερη μοίρα, κατά κάποιον τρόπο, και αυτό με μπερδεύει. Διατυπώνεις την επιχειρηματολογία στο κεφάλαιο 5.3 όσον αφορά ένα πρόγραμμα για τη σωτηρία του κεφαλαίου και στη συνέχεια λες ότι δεν είναι ότι έχεις εγκαταλείψει την ιδέα της επανάστασης, αλλά ότι επεξεργάζεσαι μια διαφορετική αντίληψη της μετάβασης. Δεν έχω ξεκαθαρίσει τι εννοείς με αυτή τη διαφορετική αντίληψη της μετάβασης. Ακούγεται σχεδόν σαν ένα πρόγραμμα μεταβατικών διεκδικήσεων, ένα σχέδιο επίτευξης της αντι-καπιταλιστικής επανάστασης μέσω του αγώνα για μια δημοκρατία που ξέρουμε (αλλά δεν λέγεται ανοιχτά) ότι είναι ασυμβίβαστη με τον καπιταλισμό. Ο κίνδυνος είναι ότι όσο περισσότερο μιλάς για δημοκρατία και λιγότερο για τον καπιταλισμό, τόσο περισσότερο το συνολικό ζήτημα της επανάστασης ξεθωριάζει. Μου φαίνεται πολύ πιο απλό να ξεκινήσεις αντίστροφα, λέγοντας: ο καπιταλισμός είναι μια καταστροφή, πώς μπορούμε να απαλλαγούμε από αυτόν;

Η επιστολή αυτή είναι υπερβολικά μεγάλη. Υπαιτιότητά σου, φυσικά, λόγω της συγγραφής ενός τέτοιου διεγερτικού βιβλίου. Περιμένω τις απαντήσεις σου.

Τις καλύτερες ευχές μου,

John

 

—————

[1] John Holloway, Ρωγμές στον καπιταλισμό, μετάφραση Άννα Χόλογουεη, εκδόσεις Σαββάλας, 2011

[2] John Holloway, Ας αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία, μετάφραση Άννα Χόλογουεη, εκδόσεις Σαββάλας, 2006

 [3] Michael Hardt – Toni Negri, Commonwealth, Harvard Univercity Press, 2009

 

Ο John Holloway είναι καθηγητής στο Instituto de Ciencias Sociales y Humanidades του Benemerita Universidad Autonoma de Puebla στο Μεξικό.

Ο Michael Hardt είναι καθηγητής Λογοτεχνίας στο Duke University, στις ΗΠΑ, και έχει δημοσιεύσει πολλά βιβλία, συμπεριλαμβανομένων των «Empire» και «Commonwealth», μαζί με τον Antonio Negri.

 

Μετάφραση: Κ.Χ.

Δημοσιεύθηκε στο Shift Magazine, τεύχος 14

Be the first to comment

Leave a Reply