Κρίστοφερ Λας: Η ζωή στο θεραπευτικό Κράτος

Η ανάπτυξη της εσωστρεφούς οικογένειας με επίκεντρο το παιδί, μας λένε οι κοινωνιολόγοι εδώ και καιρό, είναι ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της μετάβασης από την «παραδοσιακή» στη νεωτερική κοινωνία. Στα τελευταία είκοσι χρόνια, αυτή η ιδέα έχει εμπλουτιστεί με όλο και περισσότερα επιχειρήματα από ιστορικούς – τον Φιλίπ Αριές, τον Έλι Ζαρέτσκι, τον Έντουαρντ Σόρτερ, τον Λώρενς Στόουν, τη Νάνσυ Κωτ, και τώρα από τον Κάρλ Ντέγκλερ, για να αναφέρουμε μόνο αυτούς που επιχείρησαν εκτενείς συνθέσεις.
Με ελάσσονες διακυμάνσεις από τη μια χώρα στην άλλη, η ανάπτυξη της οικογένειας έχει ακολουθήσει το ίδιο πρότυπο, όπως φαίνεται, σε όλο τον δυτικό κόσμο. Από τον 19ο αιώνα οι νέοι άνθρωποι είχαν κερδίσει το δικαίωμα να παντρεύονται με την ελάχιστη άμεση γονική ανάμειξη. Ο γάμος έγινε μια ένωση δυο ατόμων αντί μιας ένωσης δυο σογιών. Στόχος του γάμου έγινε η συντροφικότητα αντί της γονικής διευκόλυνσης. Μια καινούρια εμμονή με την αθωότητα και τον ευάλωτο χαρακτήρα της παιδικής ηλικίας ενθάρρυνε μια όλο και αυξανόμενη μανία με την παιδική ανατροφή και ιδιαίτερα με τη μητρική επιρροή στην ανάπτυξη του παιδιού.
[…]

Αντλώντας πληροφορίες από επιστολές, ημερολόγια (πολλά εκ των οποίων αδημοσίευτα), ιατρικά κείμενα και έρευνες άλλων ιστορικών (ιδιαίτερα της Νάνσυ Κωτ, της Λίντα Γκόρντον και του Τζέημς Μωρ), o Καρλ Ντέγκλερ, στη μελέτη του για την αμερικανική οικογένεια Σε διαμάχη: οι γυναίκες και η οικογένεια στην Αμερική από την επανάσταση μέχρι σήμερα (1980), εμπλούτισε αυτή τη συμβατική εικόνα, τροποποιώντας κάποιες από τις λεπτομέρειές της, αλλά άφησε το γενικό της περίγραμμα ανέγγιχτο. Η κύρια συνεισφορά του, πέρα από την υπερβολική ποσότητα στοιχείων που έχει συλλέξει και της χαλαρής αντιμετώπισης ζητημάτων που πολύ συχνά χρησιμεύουν ως προτροπές για αντιπαράθεση, εντάσσεται σε τρεις κατηγορίες επιχειρημάτων. Έχει επιτυχώς αμφισβητήσει την παλαιότερη άποψη ότι οι Βικτωριανοί περικύκλωσαν το σεξ με μια «συνωμοσία της σιωπής». Έχει δείξει πως η βικτωριανή σεξουαλική ηθική, και πράγματι ολόκληρη η ιδεολογία της οικιακής ζωής στην οποία ήταν δεμένη, ήταν, τουλάχιστον εν μέρει, δημιουργία των γυναικών και όχι μια θηριώδης πατριαρχική ιδεολογία σχεδιασμένη να κρατήσει τις γυναίκες στη γωνιά τους. Και έχοντας αποδείξει ότι οι γυναίκες έλαβαν έναν ενεργό ρόλο στον μετασχηματισμό της οικογενειακής ζωής, έκανε ακόμα πιο δύσκολο να σκεφτούμε την οικογένεια απλώς ως έναν θεσμό που ανταποκρίνεται σε απρόσωπες κοινωνικο-οικονομικές «δυνάμεις».
[…]
Το Σε Διαμάχη δεν είναι ένα προσεκτικά τεκμηριωμένο βιβλίο. Ο Ντέγκλερ υπεκφεύγει, για παράδειγμα, στο σημαντικό ερώτημα του εάν οι γυναίκες κατάφεραν να περιορίσουν τη συχνότητα της σεξουαλικής επαφής σε πείσμα των συζύγων τους, ή εάν οι άντρες συνεργάστηκαν επειδή έλαβαν την ιδέα της συντροφικότητας στα σοβαρά ή ίσως επειδή είχαν οικονομικούς λόγους, εν τέλει, για να επιθυμούν τον περιορισμό του μεγέθους των οικογενειών τους. Η πρακτική του σεξουαλικού περιορισμού, που εκφράστηκε μέσω της φθίνουσας γονιμότητας, αντανακλούσε μια «στενή και συντροφική σχέση μεταξύ των συζύγων» ή μια ρήξη της επικοινωνίας; Ο γάμος των μελών της αστικής τάξης (middle-class) του 19ου αιώνα προωθούσε τον «αμοιβαίο σεβασμό» ή τη σύγκρουση;
[…]
Μερικοί απ’ αυτούς τους ισχυρισμούς διαψεύδονται από τα ίδια τα στοιχεία που παραθέτει Ντέγκλερ. Έχοντας δείξει ότι μεγάλος αριθμός των γυναικών της αστικής τάξης –γυναικών που σε καμία περίπτωση δεν θεωρούσαν τους εαυτούς τους φεμινίστριες– είχαν «αμφισβητήσει την οικογένεια» σε πολλά θέματα, ήδη από τη δεκαετία του 1830, αδυνατεί να υποστηρίξει επαρκώς ότι αυτές οι ίδιες γυναίκες εναντιώθηκαν στο δικαίωμα ψήφου τους επειδή κάτι τέτοιο θα αμφισβητούσε την «παραδοσιακή οικογένεια». Φαίνεται πιο λογικό να υποθέσουμε –ελλείψει μιας διεξοδικής μελέτης για την εναντίωση στο δικαίωμα ψήφου των γυναικών, μελέτη που μένει να γίνει– ότι οι περισσότερες γυναίκες ορθώς αντιλήφθηκαν πως η ψήφος θα προωθούσε ελάχιστα τα άμεσα συμφέροντά τους, είτε ως γυναίκες που πάλευαν ενάντια στα κατάλοιπα της πατριαρχικής αυθεντίας, είτε, για την περίπτωση των γυναικών των κατώτερων τάξεων, ως μέλη μιας εκμεταλλευόμενης κοινωνικής τάξης. Οι προλετάριες δεν επεδίωκαν την αφηρημένη αναγνώριση της ισότητας δικαιωμάτων αλλά τη συγκεκριμένη προστασία των γυναικών μέσα στα εργοστάσια. Οι γυναίκες που ζούσαν σε φάρμες, τον καιρό που οι συνθήκες της αγροτικής ζωής επιδεινώνονταν με τρομακτικούς ρυθμούς, είχαν πολύ σημαντικότερα πράγματα να τις απασχολούν από το δικαίωμα ψήφου. Είναι χαρακτηριστικό πως το Ποπουλιστικό Κόμμα, στο οποίο συμμετείχε ένας αξιόλογος αριθμός πολιτικά ενεργών γυναικών, αρνήθηκε να υποστηρίξει το δικαίωμα ψήφου για τις γυναίκες το 1892 –αυτό δε σημαίνει πως οι πολιτικώς ριζοσπαστικές γυναίκες διατηρούσαν συντηρητικές απόψεις για την οικογένεια, όπως αιτιολογεί ο Ντέγκλερ, αλλά ότι οι ριζοσπάστριες προφανώς αναγνώρισαν πως ο φεμινισμός, ένα αστικό κίνημα που απευθυνόταν στις ανάγκες των γυναικών της αστικής τάξης για έκφραση της ατομικότητας τους (self-expression), είχε λίγα να προσφέρει στις γυναίκες που αντιμετώπιζαν την πιο άμεση απειλή της φτώχειας.

Αν, παρ’ όλα αυτά, το φεμινιστικό κίνημα δεν συνιστούσε καμία απειλή για το κοινωνικο-οικονομικό status quo, αυτό δεν συνέβη επειδή οι φεμινίστριες απέτυχαν να «αμφισβητήσουν» την οικογένεια. Σ’ αυτό το σημείο ο Ντέγκλερ στηρίζεται σε προηγούμενες ερμηνείες του φεμινισμού του 19ου αιώνα –αυτές της Εϊλίν Κρέιντιτορ και του Ουίλιαμ Ο’Νιλ– που πρόκειται να αναθεωρηθούν δραστικά από μια επικείμενη μελέτη του Ουίλιαμ Ρ. Λιτς. Η Κρέιντιτορ και ο O’Nιλ ισχυρίζονται ότι οι υπέρμαχοι της ψήφου εγκατέλειψαν τα επιχειρήματα που βασίζονται στη δικαιοσύνη και προσεταιρίστηκαν τη συντηρητική θέση πως το δικαίωμα ψήφου θα επέκτεινε την εξαγνιστική επιρροή των γυναικών στο σύνολο της δημόσιας ζωής. Αντιθέτως, ο Λιτς δείχνει ότι οι φεμινίστριες είδαν τη μεταρρύθμιση του γάμου ως κεντρικό ζήτημα και ότι πρότειναν το δικαίωμα ψήφου ως μια οδό για την εξισορρόπηση των σχέσεων μεταξύ αντρών και γυναικών. Μακράν του να αρνούνται ότι το δικαίωμα ψήφου θα «αλλοίωνε την παραδοσιακή οικογένεια», οι φεμινίστριες το πρότειναν γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο. Αλλά το όραμά τους για μια εξισωτική οικογένεια βασισμένη στην οικονομική ανεξαρτησία των γυναικών παρέμεινε, παρόλο τον ριζοσπαστισμό του, ένα ταξικό πρόγραμμα, στενά δεμένο με την προοπτική και τα συμφέροντα μιας αναδυόμενης επαγγελματικής τάξης που αναζητούσε νέες μορφές ελέγχου πάνω στις έμφυλες και τις κοινωνικές συγκρούσεις οι οποίες απειλούσαν, στα μάτια τους, να θρυμματίσουν την αμερικανική κοινωνία.

Η γνώμη μου είναι πως πρέπει να δούμε τον αμερικανικό προοδευτισμό –του οποίου το φεμινιστικό κίνημα υπήρξε εγγενές κομμάτι– ως μια «αντι-μεταρρύθμιση», όπως πρότεινε ο Τσαρλς Μπερντ εκείνη την περίοδο. Ο προοδευτισμός αντιπροσώπευε μια άκρως επιτυχημένη προσπάθεια για την εκτροπή του ποπουλισμού, του εργατικού ριζοσπαστισμού, και άλλων δυνάμει επαναστατικών κινημάτων, μέσω της μεταρρύθμισης της κοινωνίας από τα πάνω προς τα κάτω. Οι φεμινίστριες, όπως και οι λοιποί υπέρμαχοι της Προόδου, υπερασπίστηκαν όχι τον ατομικισμό αλλά την κοινωνική «συνεργασία», ξεκινώντας από τον γάμο. Επιδίωξαν να ελέγξουν τη σεξουαλικότητα, την απληστία, την επιθετικότητα και άλλα κοινωνικώς αποδιοργανωτικά πάθη μεταμορφώνοντάς τα σε ακίνδυνες διεξόδους. Το περίφημο δοκίμιο του Ουίλιαμ Τζέιμς πάνω στην «ηθική ισοδυναμία του πολέμου» είναι ένα παράδειγμα του τρόπου σκέψης που διακατέχει τον προοδευτισμό καθώς και τον φεμινισμό. Οι φεμινίστριες υπέθεσαν, επιπρόσθετα, ότι οι γυναίκες, όντας περισσότερο προδιαθετιμένες για συνεργασία απ’ τους άντρες και λιγότερο ταγμένες στις αρσενικές επιδιώξεις του πολέμου και της ανταγωνιστικής κερδοσκοπίας, θα μπορούσαν να αλλάξουν την κοινωνία μέσω της διείσδυσής τους στους σημαντικότερους θεσμούς (την κυβέρνηση, τις επιχειρήσεις, την εκπαίδευση, τις κοινωνικές υπηρεσίες) και να τους στρέψουν προς πιο ειρηνικούς σκοπούς. Θα πρέπει να δούμε το επιχείρημα υπέρ της «σκοπιμότητας» του δικαιώματος ψήφου για τις γυναίκες ως μια συγκεκριμένη εφαρμογή της γενικότερης προοδευτικής αρχής ότι τα «καλύτερα» άτομα πρέπει να κυβερνούν –δηλαδή, άτομα προσοντούχα με δήθεν ανιδιοτελή κίνητρα και μπόλικη επαγγελματική κατάρτιση.
[…]

II

Για μια καλύτερη κατανόηση αυτών των θεμάτων, πρέπει να στραφούμε προς τις μελέτες του Μισέλ Φουκώ και του Ζακ Ντονζλώ. Όπως τόσοι άλλοι γάλλοι διανοούμενοι, οι συγκεκριμένοι συγγραφείς δεν λαμβάνουν υπόψιν τους τις ιστορικές εξελίξεις έξω απ’ τη Γαλλία και δεν είναι καθόλου εξοικειωμένοι με την αγγλική ή την αμερικανική επιστημονική σκέψη. Παρ’ όλα αυτά οι μελέτες τους καλύπτουν ορισμένα από τα ζητήματα που πραγματεύεται ο Ντέγκλερ. Η ιστορία της σεξουαλικότητας (τόμ. 1): η δίψα της γνώσης (1978) του Φουκώ, όπως και το βιβλίο του Ντέγκλερ, ασχολείται με την παραδοσιακή άποψη ότι ο 19ος αιώνας περιέβαλε το σεξ με μια συνωμοσία σιωπής. Αλλά ο Φουκώ δεν κάνει το λάθος να υποθέσει πως οι συμπεριφορές του 19ου αιώνα ήταν συνεπώς πιο ανοιχτόμυαλες απ’ όσο έχουμε θεωρήσει ή ότι ανήγγειλαν τη σεξουαλική απελευθέρωση των καιρών μας –για την οποία, ούτως ή άλλως, δεν έχει κάνει και καμιά σύνοψη. Αμφισβητεί όχι μόνο τη καθιερωμένη εικόνα της σεξουαλικής καταπίεσης του 19ου αιώνα αλλά και την ίδια την ιδεολογία της σεξουαλικής απελευθέρωσης: «ας μην νομίζουμε πως λέγοντας ναι στο σεξ, λέμε όχι στην εξουσία».
[…]
Σύμφωνα με τον Φουκώ, ήταν η ευφράδεια και όχι η σιωπή αυτό που χαρακτήρισε την προσέγγιση του σεξ τον 19ο αιώνα: η μετάφραση του συναισθήματος σε Λόγο. Οι γιατροί, όχι μόνο δεν καταπίεζαν την επίγνωση των σεξουαλικών ορέξεων, αλλά ενθάρρυναν τους ανθρώπους να μιλούν γι’ αυτές λεπτομερώς και ακόρεστα: «πρόκειται για μιαν ατελείωτη πολυλογία που απαίτησε και οργάνωσε ο πολιτισμός μας». Οι λεπτομέρειες της σεξουαλικής δραστηριότητας κατέληξαν να αποτιμώνται για τις γνώσεις που παρείχαν σχετικά με τη διαμόρφωση της προσωπικότητας, της παιδικής ανατροφής, της οικογενειακής ζωής αλλά και πάνω σε ευρύτερα προβλήματα δημόσιας υγιεινής.
[…]
Η αυξανόμενη αναγνώριση της σημασίας του σεξ στη διαμόρφωση της προσωπικότητας έθεσε νέες βάσεις όσον αφορά την εποπτεία της ανατροφής του παιδιού και της οικογενειακής ζωής από τους γιατρούς. Η οικογένεια του 19ου αιώνα έγινε ο βασικός μηχανισμός αυτού που ο Φουκώ αποκαλεί ανάπτυξη της σεξουαλικότητας. Οι γιατροί, υποβάλλοντας τη σεξουαλική παθολογία της οικογένειας σε ενδελεχή έρευνα, προσπάθησαν να αναχαιτίσουν την άνοδο της «σύγχρονης νεύρωσης», της σεξουαλικής διαστροφής, του αυνανισμού, της πορνείας, των αφροδισίων νοσημάτων, της σωματικής και ηθικής εξαχρείωσης. Η ίδια η οικογένεια, με την ενθάρρυνση των ειδικών, «ψάχνει να ανακαλύψει και τα παραμικρά χνάρια σεξουαλικότητας στους κόλπους της, αποσπάει από τον ίδιο της τον εαυτό ακόμα και τις πιο δύσκολες ομολογίες, εκλιπαρεί την ακρόαση όλων εκείνων που είναι σε θέση να ξέρουν πολλά και ανοίγεται πέρα για πέρα στον ατελεύτητο έλεγχο».

Ίσως επειδή η Ιστορία της Σεξουαλικότητας σχεδιάστηκε ώστε να είναι ο πρώτος από μια σειρά τόμων πάνω στο θέμα, ο Φουκώ δεν επεξεργάστηκε το θέμα της οικογένειας. Αλλά ο ακόλουθος και συνάδελφός του Ζακ Ντονζλώ έχει επεκτείνει τη φουκωική ανάλυση της νεωτερικής πειθαρχίας στο βιβλίο του Η αστυνόμευση των οικογενειών (1979). Η πρωτοτυπία της ανάλυσης του Ντονζλώ είναι εντυπωσιακή όταν συγκρίνεται με την λίγο πολύ κοινότοπη μεταχείριση περίπου παρόμοιων ζητημάτων από την πλευρά του Ντέγκλερ. Ο Ντονζλώ, όπως και o Ντέγκλερ, κατανοεί τις συνδέσεις μεταξύ της λατρείας της οικιακής ζωής του 19ου αιώνα, όπως είθισται να αποκαλείται από τους αμερικανούς διανοητές, και της χειραφέτησης των γυναικών. Βλέπει ότι «ο έλεγχος των γεννήσεων και η γυναικεία “ελευθερία” στηρίχτηκαν στον παλιό κοινωνικό προορισμό των γυναικών, στον ρόλο τους ως φορείς του πολιτισμού».
[…]

Ο Ντονζλώ δείχνει ότι η καταστροφή του συστήματος των οικογενειακών συμμαχιών πήγε χέρι χέρι με την εξημέρωση των φτωχών, όπως θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε. Στις αρχές του 19ου αιώνα, γιατροί και κοινωνικοί λειτουργοί άρχισαν να υποστηρίζουν ότι τα κατώτερα στρώματα βρίσκονταν σε μια κατάσταση χρόνιας εξαχρείωσης εξαιτίας των παράτυπων γάμων, του μπασταρδέματος, της αιμομιξίας καθώς και άλλων μορφών σεξουαλικής ανηθικότητας και γι’ αυτό το λόγο απέτρεπαν τους φτωχούς απ’ το να γίνουν βιομηχανικοί εργάτες και τους έκαναν να εξαρτώνται από τη δημόσια φιλανθρωπία. Οι μεταρρυθμιστές ήλπιζαν ότι θα οδηγούσαν τα κατώτερα στρώματα στην εγκράτεια και την οικονομική ανεξαρτησία μέσω των εύρυθμων λειτουργιών της οικιακής ζωής. Για άλλη μια φορά προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν τη σύζυγο εναντίον του άντρα της και να μετατρέψουν τις γυναίκες σε διαιτήτριες της οικιακής ηθικής. Κατά τη διατύπωση του Ντονζλώ, αντικατέστησαν μια διακυβέρνηση των οικογενειών με μια διακυβέρνηση μέσω της οικογένειας.
[…]
Ο νέος εξοπλισμός της θεραπευτικής παρέμβασης μεσολάβησε μεταξύ «οικογενειοκρατικών» και σοσιαλιστικών στρατηγικών και τελικώς τις κατέστησε αμφότερες απαρχαιωμένες. Οι αντιπαραθέσεις που έζωσαν τον θεσμό της οικογένειας στις αρχές του 19ου αιώνα αφήνουν πλέον μια αρχαϊκή αίσθηση (παρά την αναβίωσή τους τη δεκαετία του 1970). Δεν μπορούμε πλέον να πάρουμε πολύ στα σοβαρά είτε την κατακραυγή για την αυτογενοκτονία (race suicide) και την επικείμενη εξαφάνιση της οικογένειας είτε, απ’ την άλλη, την ιατρική ουτοπία του σοσιαλισμού που οραματίστηκε τον ολικό έλεγχο της αναπαραγωγής από το Κράτος. Η σύγχρονη οικογένεια στη Δύση δεν είναι ούτε πατριαρχική, ούτε σοσιαλιστική. Είναι μια «προηγμένη φιλελεύθερη οικογένεια», σύμφωνα με τα λεγόμενα του Ντονζλώ, που εξυπηρετείται από έναν «μικρό στρατό συμβούλων και ψυχολόγων» οι οποίοι ούτε «αναθέτουν σε κάποιον, δικτατορικά, την οικογενειακή ζωή», ούτε «σκοπεύουν να την καταστρέψουν».
[…]
Αυτή η νέα ερμηνεία της ιστορίας της οικογένειας υπονομεύει επίσης τη θέση αυτών που φωνασκούν για λύσεις στην «κρίση της οικογένειας» επειγόντως. Ο Ντονζλώ αρνείται πεισματικά να προσφέρει εποικοδομητικές προτάσεις για αλλαγές. Αν τις προσφέρει, επιμένει ο ίδιος, σημαίνει πως αποδέχεται τις ιστορικές εικασίες πάνω στις οποίες βασίζεται η απαίτηση για πρακτικές λύσεις. Τί βγαίνει απ’ αυτή την απαίτηση, διερωτάται, «όταν αμφισβητούμε τις εικασίες της και όταν αναλογιζόμαστε πως η ανάδυση της νεωτερικής οικογένειας και η επέκταση των “ψυχο-” οργανισμών είναι μια και μοναδική διαδικασία και που ως τέτοια δεν είναι ούτε κατ’ ελάχιστον πολιτικά αθώα;… Αντί να παρασυρόμαστε απ’ την αναζήτηση λύσεων στις προφανείς δυσφορίες που αναπτύσσονται γύρω και εντός της οικογένειας, θα πρέπει να αναρωτηθούμε: αυτή η κρίση της οικογένειας, μαζί με αυτήν τη ραγδαία εξάπλωση των “ψυχο-” δραστηριοτήτων, για ποιό ακριβώς πρόβλημα συνιστούν τη λύση»;

 

Από το 6ο τεύχος του περιοδικού Πρόταγμα που κυκλοφορεί

Μετάφραση: Ν. Γκιμπιρίτης

Απόσπασμα από το C.Lasch, “Life in the Therapeutic State”, Women and the Common Life [Οι γυναίκες και η από κοινού ζωή], Νέα Υόρκη/Λονδίνο, W.W. Norton, 1997, σσ.161-186. Πρόκειται για το ένατο κεφάλαιο του συγκεκριμένου βιβλίου του αμερικανού ιστορικού και κοινωνιολόγου Κρίστοφερ Λας, το οποίο εκδόθηκε μεταθανάτια από την κόρη του και επί της ουσίας αποτελείται από συλλογή άρθρων που είχε κατά καιρούς γράψει ο Λας σχετικά με το γυναικείο ζήτημα, τον φεμινισμό, την οικογένεια και τις έμφυλες σχέσεις.

Be the first to comment

Leave a Reply