Η ελληνική ορυκτολαγνεία

του Γιώργου Καλλή

Πετρέλαιο στο Αιγαίο, χρυσός στη Χαλκιδική. Που κρυβόταν τόσα χρόνια όλος αυτός ο ορυκτός πλούτος και δεν το ξέραμε; Και είναι αλήθεια τυχαίο, ότι τον “βρήκαμε εν μέσω κρίσης;

Στο λαϊκό φαντασιακό το πετρέλαιο και ο χρυσός είναι σαν τους κρυμμένους θησαυρούς, θαμμένοι κάτω από τη γη, περιμένοντας τον τυχερό που θα σκοντάψει πάνω τους και θα γίνει από τη μια μέρα στην άλλη πλούσιος. Η πραγματικότητα φυσικά είναι διαφορετική και πολύ πιο πεζή. Αν ένα ορυκτό είναι εν τέλει θησαυρός ή όχι, εξαρτάται από το αν τα χρήματα που θα βγάλει κάποιος πουλώντας το θα υπερκαλύψουν ή όχι το κόστος της εξόρυξης.

Τα έσοδα εξαρτώνται από τις ισχύουσες τιμές του ορυκτού στην αγορά, αλλά και το πως θα μοιρασθούν, δηλαδή πόσα θα πάνε στην τσέπη αυτού που έχει την ιδιοκτησία της γης, αυτού που το βρήκε, αυτού που το έβγαλε, ή στις τσέπες των διάφορων μεσαζόντων, που εμπλέκονται στη μακριά αλυσίδα από την εύρεση και την εξόρυξη έως την πώληση. Το κόστος με τη σειρά του περιλαμβάνει τους μισθούς αυτών που θα εργαστούν στην εξόρυξη, καθώς και τα έξοδα για την αγορά, λειτουργία και συντήρηση των μηχανημάτων που θα χρησιμοποιηθούν. Όσο πιο βαθιά ή πιο βρώμικο είναι ένα ορυκτό, τόσο πιο ακριβή είναι και η εξόρυξή του.

Αυτά όσον αφορά το κομμάτι των χρημάτων. Πέρα από αυτό υπάρχουν και αφανή έξοδα, τα οποία δεν μετριούνται σε ευρώ, όπως είναι οι κίνδυνοι για την υγεία των εργαζομένων ή εκείνων που ζουν κοντά. Αν διαρρεύσει κυάνιο από ένα ορυχείο χρυσού, όπως έγινε στον Δούναβη πριν κάποια χρόνια, η καταστροφή ποταμιών και υγροτόπων και η μόλυνση του νερού, που πάει για άρδευση ή ύδρευση, δεν αποτιμάται με χρηματικά μεγέθη. Το ίδιο και με το πετρέλαιο, όπως μας θυμίζει η τεράστια οικολογική και κοινωνική καταστροφή στον Κόλπο του Μεξικού ή ακόμα χειρότερα, το ανυπολόγιστο κόστος από τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και την αλλαγή του κλίματος.

Τι έχει αλλάξει σε αυτήν τη θεμελιακή σχέση κόστους – οφέλους, η οποία να εξηγεί το ξαφνικό ενδιαφέρον για τις εξορύξεις στην Ελλάδα; Μια πρώτη παρατήρηση είναι ότι οι τιμές του πετρελαίου και του χρυσού βρίσκονται στα υψηλότερα επίπεδα της ιστορίας τους. Οι υψηλές αυτές τιμές εξηγούν τη στροφή σε αποθέματα, τα οποία κάποτε θεωρούνταν εκτός πρόσβασης, όπως η “πίσσα” στην Αλμπέρτα του Καναδά, το πετρέλαιο στην καρδιά του δάσους του Αμαζονίου ή βαθιά στους ωκεανούς ή το Αιγαίο. Το δυστύχημα είναι, ότι, όχι τυχαία, τα τελευταία αποθέματα πετρελαίου ή χρυσού βρίσκονται και στις τελευταίες παρθένες και πιο απομακρυσμένες περιοχές του πλανήτη, εξαιρετικής οικολογικής και πολιτισμικής σημασίας. Γιατί τέτοια αύξηση στις τιμές όμως;

Δεν υπάρχει συμφωνία μεταξύ των ειδικών επιστημόνων για το αν η διαρκώς αυξανόμενη τιμή του πετρελαίου είναι αποτέλεσμα της εξάντλησής του, της αύξησης της ζήτησης από τις ταχέως αναπτυσσόμενες οικονομίες της Ινδίας και της Κίνας, της ηθελημένης υποεπένδυσης σε νέες πηγές από τους Άραβες, ώστε να ανεβάσουν τις τιμές, εν μέρει ως απάντηση στην πτώση του δολαρίου, ή τέλος της πρόσφατης απελευθέρωσης της παγκόσμιας αγοράς πετρελαίου και της δημιουργίας νέων χρηματιστικών προϊόντων, όπως τα παράγωγα, τα οποία οδήγησαν σε φαινόμενα κερδοσκοπίας. Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι, όπως συνέβη και τη δεκαετία του 1970, η άνοδος των τιμών του πετρελαίου το 2008 ήταν η καρφίτσα που έσκασε τη φούσκα. Όλα ξεκίνησαν από την αγορά κατοικίας στις ΗΠΑ, όπου φτωχοί μετανάστες, οι οποίοι είχαν πάρει δάνεια για σπίτια στα προάστεια, λύγισαν κάτω από το διαρκώς αυξανόμενο κόστος της βενζίνης, και άρχισαν να χρεωκοπούν. Αυτό έφερε στην επιφάνεια την αλόγιστη παροχή στεγαστικών δανείων με λίγες προοπτικές αποπληρωμής, και οδήγησε στην κατάρρευση χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, τα οποία κρατούσαν στα αποθεματικά τους τέτοια «τοξικά δάνεια». Η κρίση της αγοράς κατοικίας έγινε σύντομα κρίση δανεισμού και με την εκτόξευση των επιτοκίων των ομολόγων πέρασε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και έφτασε στα μέρη μας. Μέσα στον πανικό και με την κατάρρευση της στεγαστικής αγοράς, οι ανά τον κόσμο επενδυτές και κυρίως τα συσσωρευμένα κεφάλαια της Κίνας και της Μέσης Ανατολής άρχισαν να στρέφονται σε πιο “σίγουρες επενδύσεις”, όπως ο χρυσός και το πετρέλαιο, αυξάνοντας ακόμα παραπάνω τις τιμές τους.

Άλλαξε όμως μήπως κάτι και στην πλευρά του κόστους που να εξηγεί το ξαφνικό ενδιαφέρον για την Ελλάδα; Σαφώς. Από τη σκοπιά των πολυεθνικών επενδυτών, όσο πιο πολύ υποφέρει μια χώρα από οικονομική κρίση, τόσο πιο φτηνό είναι το κόστος εξόρυξης εκεί. “Οι φτωχοί πωλούνται φθηνά», όπως λέει η ρήση. Υπερχρεωμένες χώρες, όπως η Ελλάδα ή η Κύπρος, είναι πρόθυμες να παραχωρήσουν τα δικαιώματά τους με την πρώτη καλή ευκαιρία, να μειώσουν τους φόρους και να βελτιώσουν τους όρους των συμφωνιών για να “προσελκύσουν επενδυτές”. Η κρίση και η ανεργία επίσης συμπιέζουν το κόστος εργασίας, αν και αυτός δεν είναι πλέον σημαντικός παράγοντας, αφού οι εξορύξεις είναι εντατικές σε κεφάλαιο και όχι σε εργασία (κάτι το οποίο παραβλέπουν εντέχνως αυτοί που υπόσχονται “νέες θέσεις εργασίας”). Η πιο σημαντική αλλαγή είναι η υποτίμηση και η υποβάθμιση των κινδύνων και η εξάλειψη του αφανούς κόστους από την εξίσωση. Οι περιβαλλοντικοί και οι υγειονομικοί κανονισμοί θεωρούνται «προσκόμματα» και παρακάμπτονται μέσω «fast track» και –άλλων- εξωθεσμικών διαδικασιών. Όταν η ίδια η αξία της ανθρώπινης ζωής υποτιμάται, η επένδυση αρχίζει να γίνεται συμφέρουσα.

Όπως δήλωσε στο Bloomberg για τις επενδύσεις χρυσού στην Ελλάδα ο Jeremy Wrathall — πρόεδρος της Glory Resources στο Περθ: «η Ελλάδα είναι περιοχή ανεξερεύνητη λόγω της πολιτικής κατάστασης η οποία επικρατούσε εκεί πριν από την κρίση». Αναρωτιέται κάποιος σε ποια “πολιτική κατάσταση» να αναφέρεται. Αν εννοεί τη διαφθορά, γιατί μια διεφθαρμένη κυβέρνηση να έθετε εμπόδια σε επενδύσεις χρυσού, από τις οποίες θα λάδωνε τη μηχανή της; Μάλλον η «πολιτική κατάσταση», που έχει στο νου του, είναι αυτό που κάποτε αποκαλούσαμε “δημοκρατία» ή «κράτος δικαίου», χαρακτηριστικά δηλαδή των ανεπτυγμένων κρατών, που προστατεύουν νομικά αξίες, όπως η υγεία ή το περιβάλλον. Πιθανώς και το υπέδαφος της Νεας Υόρκης να είναι εξίσου ανεξερεύνητο όσο της Ελλάδας και να κρύβει χρυσό ή πετρέλαιο, αλλά δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό του κ. Wrathall να ψάξει εκεί μιας και ξέρει, ότι οι πλούσιοι δεν πουλιούνται φτηνά, και ότι οι εκεί περιβαλλοντικοί όροι κάνουν την όποια επένδυση ασύμφορη. Αυτό που συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα είναι η σταδιακή διολίσθηση από μια ανεπτυγμένη οικονομία σε μια υπανάπτυκτη οικονομία εξάρτησης, η οποία θα παρέχει φτηνά εργατικά χέρια και φτηνούς φυσικούς πόρους στην παγκόσμια οικονομία. Ακολουθούμε εδώ παρόμοια πορεία με αυτήν των χωρών της Λατινικής Αμερικής στη διάρκεια της δικής τους κρίσης τη δεκαετία του 80 με το πρόσθετο μειονέκτημα, ότι εμείς ούτε καν φυσικούς πόρους έχουμε, όπως αυτοί, οπότε το μόνο που μας μένει να πουλήσουμε είναι τα φτηνά χέρια μας και τα διαθέσιμα για να δηλητηριαστούν σώματα και δάση μας.

Ελάχιστα παρήγορο είναι ότι πιθανότα υπάρχει μόνο λίγο πετρέλαιο στο Αιγαίο και κανείς δεν θα επενδύσει εκεί ή ότι οι τιμές του χρυσού σύντομα θα καταρρεύσουν, αποσύροντας το ενδιαφέρον από την Χαλκιδική, δεδομένης και της συνεχιζόμενης αντίδρασης των κατοίκων εκεί. Το θλιβερό είναι με πόση ευκολία η ελληνική πολιτική ελίτ και ένα μέρος της κοινής γνώμης ενστερνίστηκαν την ορυκτολαγνεία, έτοιμοι να ρισκάρουν δάση και θάλασσες για να επιστρέψουν όπως όπως στην άνευ νοήματος ευημερία της δεκαετίας του ’90. Τελικά τι μάθημα πήραν όλοι αυτοί από την κρίση; Κανένα, δυστυχώς. Όλα για το εύκολο χρήμα πριν, όλα για το εύκολο χρήμα τώρα. Αν αυτό είναι να βγει από μετοχές, χρηματιστήρια και λοιπες φούσκες καλώς, αν είναι να βγει από κρυμένους θησαυρούς, χρυσό, πετρέλαιο και τα λοιπά, πάλι καλώς, και αν είναι να γίνει και το Αιγαίο μια τεράστια πετρελαιοκηλίδα δεν τρέχει τίποτα, αλλάζουμε το χρώμα της σημαίας από το γαλάζιο στο μαύρο, και πάλι μέσα είμαστε. Τα πάντα αρκεί να μη χρειαστεί να δουλέψουμε σοβαρά και από κοινού, τα πάντα για να μην χρειαστεί να αλλάξουμε μυαλά και να αρκεστούμε με τα λίγα και ωραία που προσφέρει σε αφθονία αυτή η χώρα.

Στη Λατινική Αμερική, οι αυτόχθονοι πληθυσμοί, που βιώνουν από πρώτο χέρι τα «οφέλη» της οικονομίας της εξόρυξης, έχουν προχωρήσει τη δημόσια συζήτηση πέρα από τα όποια οφέλη ή όχι των εξορύξεων, πέρα από την ιδέα της οικονομικής ανάπτυξης, πέρα ακόμα και από τη λεγόμενη εναλλακτική ή βιώσιμη ανάπτυξη. Αυτό που ζητούν πλέον δεν είναι ανάπτυξη, αλλά «buen vivir»*, ένας όρος που έχει αρχαιοελληνικές ρίζες, και υποδηλώνει την ελπίδα και το όραμα για ένα νέο μοντέλο “ευημερίας χωρίς ανάπτυξη», όπως το χαρακτηρίζει ο Άγλλος οικονομολόγος Tim Jackson. Δυστυχώς, φαίνεται ότι θα πρέπει να υποφέρουμε όσο υπέφεραν και οι Λατινοαμερικάνοι τα τελευταία 30 χρόνια, για να αρχίσουμε να βρίσκουμε κι εμείς λίγη από αυτήν την ξεχασμένη σοφία.

———-

*El buen vivir(ισπ.)= το ευ ζην

 

Πηγή: greeklish.info

Be the first to comment

Leave a Reply