Το κίνημα των πλατειών είναι μία πολιτική έκφανση αντίστασης και συνάμα αντιπρότασης αρκετά ασυνήθιστη. Πολλά έχουν ειπωθεί για το ετερόκλητο των ανθρώπων που συνέρρευσαν στους ανοικτούς χώρους και συμμετείχαν στις λαϊκές συνελεύσεις, για το ανομοιογενές των κινήτρων και των πολιτικών και κοινωνικών στόχων, για την ψυχαναλυτική και πολιτιστική αξία της επανακοινωνικοποίησης ανθρώπων που μέχρι τώρα πολιτικοποιούνταν εκ του μακρόθεν, ενώ το ενδιαφέρον τους για τα κοινά περιοριζόταν στην ακρόαση των τηλεοπτικών μονολόγων. Το κυριαρχικό στις αναλύσεις του φαινομένου ερώτημα/δίλημμα εάν η συρροή αυτή προκλήθηκε λόγω των σφοδρών οικονομικών και πολιτικών συγκείμενων ή λόγω της ανάγκης επαναπροσδιορισμού της πολιτικής και λόγω της ανάδυσης του αμεσοδημοκρατικού προτάγματος είναι κατ’ ουσίαν ψευδές. Μετατοπίζει την πολιτική στη διάσταση της θεωρίας και την αποξενώνει από τον ουσιώδη χαρακτήρα της: την πράξη.
Είναι βέβαια αλήθεια ότι οι αντιφατικές και κεντρομόλες ροπές του κοινοβουλευτισμού και του καταστροφικού οικονομικού συστήματος που αυτός υπηρετεί έπρεπε για πολλούς να αποκαλυφθούν με την προφάνεια της σημερινής δυσβάσταχτης υλικής πραγματικότητας για να συνδεθεί το αίτιο με το αιτιατό, δηλαδή η λογική της ανάθεσης και του εφησυχαστικού ευδαιμονισμού με την κοινοβουλευτική ολιγαρχία και τον τόσο ανθρώπινα απάνθρωπο καπιταλισμό. Εξ ου προκύπτει το αγωνιώδες και αδήριτο αίτημα: «να πάρουμε τις ζωές μας στα χέρια μας». Αυτό δεν μπορεί να αποτιμηθεί ως απλή ρητορεία, δεδομένης της μέχρι τώρα διάρκειας του φαινομένου των πλατειών. Σημειωτέον, η συνάθροιση σε ανοικτές συνελεύσεις ξεκίνησε πολλούς μήνες πριν τον Μάη του 2011. Τελικά ήταν ο χώρος και η οικειοποίησή του ο παράγων που μετέτρεψε μία ανερμάτιστη –όσο δυναμική κι αν ήταν– διαμαρτυρία σε πολιτική προοπτική.
Ακόμη και ο 20όςαιώνας βρίθει παραδειγματικών αμεσοδημοκρατικών εγχειρημάτων με ανατρεπτικό προορισμό. Αυτό που διαχωρίζει ίσως τις πλατείες –αυτή τη στιγμή, ή μάλλον κατά τους πρώτους δύο μήνες– από τα Σοβιέτ και τα εργατικά συμβούλια είναι η ταυτιστική συμβολοποίηση του χώρου. Ενώ οι διαδικασίες άρχιζαν τις πρώτες μέρες να μορφοποιούνται με ποικίλες παλινδρομήσεις, αστοχίες και καθυστερήσεις, αυτό που ζυμώθηκε σ’ έναν μεγάλο βαθμό ομοιογενώς ήταν η ιδέα ιδίως της πλατείας Συντάγματος ως ένα πολιτικό πείραμα στο μαλακό υπογάστριο της πτωχευμένης κεντρικής πολιτικής. Η ιδέα αυτή εκκινεί από τη δυνατότητα που παρασχέθηκε σε άτομα να εκφραστούν χωρίς προαπαιτούμενα και μάλιστα έχοντας ένα αρκετά μεγάλο κοινό που ακούει, κρίνει, επιδοκιμάζει και απορρίπτει. Οι ατομικότητες αυτές –όσο κι αν υπονομεύτηκαν από σχεδιασμούς οργανώσεων και κομμάτων που προσέτρεξαν στις πλατείες ως «παραδοσιακά καθ’ ύλην αρμόδιες για την εκφορά του αντιπολιτευτικού λόγου»– διατηρήθηκαν σε μεγάλο βαθμό αυτόνομες και συγκρότησαν αυτόβουλα συλλογικότητες επειδή ακριβώς στάθηκε καταλυτική η επίδραση του χώρου ως δημόσιου πλέον κεκτημένου το οποίο αρνείται να υπόκειται σε θεσμικές και πεπατημένες συνταγές αλλά εξαρτάται κάθε φορά από τις συγκυρίες.
Μέσα από αυτές τις διαδικασίες και παρά την προϊούσα και ίσως παροδική απομαζικοποίηση, η υποστασιοποίηση πλέον των χώρων των πλατειών ως προνομιακών τόπων άσκησης αδιαμεσολάβητης πολιτικής υποδεικνύει ότι, ακόμη κι αν ένα μεγάλο ποσοστό των ανθρώπων που πέρασαν από αυτές είχαν ως πρωταρχικό στόχο την καταγγελία, η χρήση του δημόσιου χώρου ως τέτοιου ανέδειξε την επικαιρότητα και προπάντων την ορθότητα του αμεσοδημοκρατικού προτάγματος. Η καθημερινή επαφή και η στενή συνεργασία ατόμων άγνωστων μεταξύ τους χωρίς την προηγούμενη γνώση των ιδιοτήτων του καθενός σ’ έναν χώρο που ως δημόσιος δεν ανήκει σε κανένα, ενώ ταυτόχρονα η χρήση του παραδίδεται σε όλους, ούσα εκ φύσεως αντιιεραρχική, δεν θα μπορούσε παρά να έχει σαν αποτέλεσμα την παραδοχή του αυτονόητου της αμεσοδημοκρατικής διαδικασίας.
Η πλατεία έγινε ένα μέρος της ζωής μας. Στο πλαίσιο λοιπόν αυτό αμεσοδημοκρατικής λειτουργίας της πλατείας αρχίζει και γεννιέται η ανάγκη επέκτασής της σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητάς μας: εργασία, παιδεία, συναλλαγή, κατοικία. Αυτό είναι πλέον το μεγάλο στοίχημα, το πέρασμα από τη διαδικασία στην πραγμάτωση του προτάγματος.
Χαράλαμπος Μαγουλάς
Leave a Reply
You must be logged in to post a comment.