του Αντώνη Αγγελή
Όσο ο χρόνος κυλούσε αφήνοντας πίσω του την 6η Δεκεμβρίου του 2008 όλο και περισσότερο, τόσο η συχνότητα, η ένταση και η μαζικότητα των διαδηλώσεων άρχισαν να μειώνονται και να κοπάζουν. Ιδιαίτερα με την έλευση του νέου χρόνου, η καθημερινότητα άρχισε να βρίσκει τους συνηθισμένους ρυθμούς της. Η εικόνα των πόλεων, όπως αυτή αναδείχθηκε, αφού σκόρπισαν οι καπνοί από τις φωτιές και τα δακρυγόνα, δε διέφερε απ’ αυτήν που είχαν πριν τις εξεγέρσεις. Το μόνο παράταιρο στο συνηθισμένο αυτό τοπίο κι αυτό που θύμιζε τα παρελθόντα γεγονότα ήταν τα σημάδια που αυτά είχαν αφήσει στο σώμα της πόλης, όπως οι γεμάτοι από συνθήματα τοίχοι και τα θωρακισμένα και σιδηρόφρακτα πια καταστήματα και τράπεζες. Μπορούσε κανείς και πάλι να δει τους κατοίκους να χρησιμοποιούν τους δρόμους και τα πεζοδρόμια της πόλης μόνο για να κινηθούν και να μετακινηθούν από και προς το χώρο εργασίας τους ως συνήθως, να κατεβαίνουν στην αγορά και να συναλλάσσονται με τα καταστήματα και τις τράπεζες ως συνήθως, να συγκεντρώνονται στις καφετέριες ή οπουδήποτε αλλού ως συνήθως.
Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια ωστόσο, τις συζητήσεις μεταξύ των κατοίκων σχεδόν μονοπωλούσαν τα προβλήματα της μείωσης των μισθών, της αύξησης των τιμών, των μαζικών απολύσεων, του ζοφερού μέλλοντος, της ελλιπούς παιδείας και των υποδομών της, της περιθωριοποίησης κοκ. Τα ίδια δηλαδή προβλήματα που τους απασχολούσαν και πριν τις εξεγέρσεις. Σ’ αυτές ακριβώς τις καθημερινές συζητήσεις θα μπορούσε να διαπιστώσει κανείς τόσο μιαν απογοήτευση, που προέκυπτε από τη ματαιότητα ή την αποτυχία του προηγούμενου αγώνα διεκδίκησης δικαιωμάτων, όσο και μιαν ανακούφιση, που προέκυπτε από την αποκατάσταση των καθημερινών συνηθειών τους. Μέσα από τέτοιες χρονικά αποστασιοποιημένες και εκ του ασφαλούς αποτιμήσεις των γεγονότων γεννιέται ο προβληματισμός για το πώς λειτούργησαν οι συνήθειες και πόσο καθοριστικός υπήρξε ο ρόλος τους στην έκβαση της εξέγερσης.
Σύμφωνα με τον Μπουρντιέ, οι έξεις είναι ένα σύνθετο δίκτυο άτυπων κανόνων, που έχοντας έναν ρητά κανονιστικό χαρακτήρα λειτουργούν ως γενεσιουργές και οργανωτικές αρχές των πρακτικών και των αναπαραστάσεων (Bourdieu, 2006). Από τη στιγμή, λοιπόν, που οι συνήθειες αποτελούν τους βασικούς κανόνες και καθορίζουν τον τρόπο αντίληψης και συμπεριφοράς μας, το να γνωρίζουμε τις συνήθειες μιας κοινωνίας σημαίνει να γνωρίζουμε τον τρόπο με τον οποίο αυτή σχετίζεται με την πραγματικότητα, με τον κόσμο.
Έτσι, πριν την εξέγερση του Δεκέμβρη, αν κανείς εστίαζε αποκλειστικά στην κανονικότητα των συνηθισμένων πρακτικών της καθημερινότητας των κατοίκων, μπορούσε να διαπιστώσει μια, φαινομενικά τουλάχιστον, ομαλή και ασφαλή κοινωνική λειτουργία. Οι ρητορικές που αναπτύσσονταν την περίοδο εκείνη αλλά και η ίδια η κανονικότητα της καθημερινότητας αναδείκνυαν μια κοινωνία που είτε δεν είχε προβλήματα να αντιμετωπίσει, είτε τα όποια προβλήματα είχε δεν ήταν τόσο σημαντικά ώστε να διαταράξουν την ομαλή λειτουργία της καθημερινότητας των κατοίκων της.
Στην πραγματικότητα, όμως, καμία από τις δύο εκδοχές δεν ίσχυε. Η ελληνική κοινωνία της προ-εξεγερσιακής περιόδου ήταν μια κοινωνία που είχε πολλά προβλήματα να απασχολούν αυτή και τα μέλη της. Την περίοδο εκείνη ήταν που είχε αρχίσει να ακούγεται επισήμως δειλά, ανεπισήμως όμως έντονα, η περίπτωση μιας επικείμενης κρίσης της ελληνικής οικονομίας, σπέρματα της οποίας εμφανίζονταν μέσα από τις περικοπές μισθών και προσωπικού, την αύξηση των φόρων κοκ. Πιο συγκεκριμένα, σε πολλές μεγαλοεπιχειρήσεις και μεγαλοεταιρίες, ήδη από το καλοκαίρι του 2008, πολλοί εργαζόμενοι, όσο και αν ακούγεται οξύμωρο, αναγκάστηκαν από τις διοικήσεις να οδηγηθούν σε «εθελούσια έξοδο», δηλαδή σε πρόωρη συνταξιοδότηση προκειμένου να μη χάσουν το εφάπαξ. Παράλληλα, στις περισσότερες πόλεις τα δημοτικά τέλη αυξήθηκαν κατά 10%, ενώ οι μισθοί των εργαζομένων, αν δε μειώνονταν, παρέμεναν παγωμένοι.
Απέναντι στα προβλήματα αυτά, τα οποία δημιουργούσαν διαρκώς νέα στην καθημερινότητα των πολιτών, δεν υπήρξε καμία αντίδραση, τουλάχιστον σε επίπεδο μαζικής, δυναμικής κινητοποίησης. Βασιζόμενος κανείς σ’ αυτήν τη στάση έναντι της κοινωνικής πραγματικότητας θα μπορούσε να διαπιστώσει πως «όλοι έχουν συνηθίσει να κλαίγονται ότι έχουν διάφορα προβλήματα, ότι δεν έχουν λεφτά για να ζήσουν και άλλα τέτοια, αλλά όλα τα μαγαζιά είναι γεμάτα κάθε μέρα και στην ουσία δε γίνεται τίποτα». Ενώ, λοιπόν, οι πολίτες είναι σε θέση να εντοπίζουν τα όποια προβλήματα, δεν επιχειρούν την επίλυση των προβλημάτων αυτών παρά μόνο στο φραστικό επίπεδο της συζήτησης. Αυτή η απουσία αντίδρασης, ωστόσο, εκκινεί από και αναδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο μια κοινωνία συνηθίζει να σχετίζεται με την πραγματικότητα.
Είναι γεγονός πως οι κρατικές αποφάσεις, μέσα από θεσμούς που τις υποστηρίζουν και τις προωθούν, παράγουν μια μεγάλη ποικιλία οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων στην καθημερινότητα των πολιτών. Η βία, όμως, που αυτές οι αποφάσεις, αυτοί οι θεσμοί, και αυτά τα προβλήματα συνιστούν, μέσα από την κοινωνική ανισότητα, τις ταξικές διαφορές, την καταναλωτική δύναμη, την εργασιακή εκμετάλλευση κοκ, είναι μια μορφή βίας αδιόρατη, καθημερινή, η οποία γίνεται αντιληπτή όχι ως βία αλλά ως αναπόσπαστο τμήμα της λειτουργικής κανονικότητας ενός νεοφιλελεύθερου καπιταλιστικού συστήματος. Πιο συγκεκριμένα λοιπόν, οι κάτοικοι των πόλεων συζητούσαν για την εργασιακή εκμετάλλευση, ενώ βρίσκονταν στη δουλειά τους, συζητούσαν για τις αυξήσεις των τιμών των προϊόντων, ενώ ψώνιζαν στα καταστήματα, συζητούσαν για το οικονομικό τους αδιέξοδο, ενώ βρίσκονταν στα κέντρα διασκέδασης. Με άλλα λόγια, τα προβλήματα ήταν η ίδια η καθημερινότητά τους.
Έτσι, στις προ-εξεγερσιακές κοινωνίες, αυτός ο τρόπος θέασης των προβλημάτων ως κανονικότητας αναδείκνυε την τυφλότητα των πολιτών απέναντι στην κοινωνική τους πραγματικότητα. Η τυφλότητα αυτή εκκινούσε από τη συνήθεια της συστημικής βίας των κοινωνικών προβλημάτων. Πιο συγκεκριμένα, αυτή η τυφλότητα της συνήθειας ήταν που αποτυπωνόταν μέσα από αγανακτισμένους προβληματισμούς-διαπιστώσεις της περιόδου εκείνης όπως: «Έπρεπε δηλαδή να σκοτωθεί το παιδί για να βγούμε στους δρόμους; Λες και δεν είχαμε προβλήματα στην καθημερινότητά μας για να αντιδράσουμε, λες και πριν την εκτέλεση του Αλέξη όλα τα άλλα πήγαιναν καλά!». Μέσα από τέτοιες ρητορικές διαγράφεται ο καθοριστικός ρόλος που διαδραμάτισαν οι συνήθειες, τόσο στην κλιμάκωση όσο και την τελική καταστολή της εξέγερσης.
Οι καταστάσεις λοιπόν στις οποίες αναφέρονται αυτές οι ρητορικές, αν και εμφανίζονται να έχουν μια κοινή βάση αναφοράς, τη βία, ωστόσο, διακρίνονται μεταξύ τους από το δίπολο ορατού/αδιόρατου. Έτσι, η καθημερινή βία που μπορεί να βίωναν οι πολίτες και που μπορεί να είχε οδηγήσει πολλές φορές σε κοινωνικό θάνατο μέσω της περιθωριοποίησης, του κοινωνικού αποκλεισμού, της ανεργίας και του οικονομικού-ψυχολογικού αδιεξόδου, ήταν μια βία αδιόρατη, που ασκούταν όχι από κάποιους συγκεκριμένους κοινωνικούς δρώντες αλλά από την εξουσία του συστήματος λειτουργίας μιας καπιταλιστικής κοινωνίας. Από την άλλη, το γεγονός της δολοφονίας του 15χρονου από τον αστυνομικό αποκάλυψε μια βία με σαφώς προσδιορίσιμους δρώντες, που διαμεσολαβημένη από τη μιντιακή τεχνολογία κατέστη ευρύτατα γνωστή και σαφώς ορατή.
Παρατηρείται, λοιπόν, ότι η συστημική βία λαμβάνει τη μορφή της αντικειμενικής βίας, μιας βίας με την οποία τα υποκείμενα ζουν καθημερινά, μιας βίας δηλαδή που σύμφωνα με τον Ζίζεκ αφορά ακόμη και τις πιο αδιόρατες μορφές καταναγκασμού και ενυπάρχει σε μια «φυσιολογική» κατάσταση πραγμάτων. Αντίθετα, η υποκειμενική βία είναι αυτή που διαταράσσει αυτήν ακριβώς τη «φυσιολογική» κατάσταση πραγμάτων και διαπράττεται από σαφώς προσδιορίσιμους κοινωνικούς δρώντες (Zizek, 2010).
Η ανταπόκρισή μας, λοιπόν, απέναντι σε τέτοιες περιπτώσεις ορατής ή αδιόρατης βίας καθορίζεται από τις συνήθειες που επιβάλλουν τη συναισθηματική μας εγγύτητα ή αποστασιοποίηση προς αυτές τις μορφές βίας αντίστοιχα. Για παράδειγμα, ενώ όλοι μας γνωρίζουμε τις βίαιες τακτικές που υιοθετεί η αστυνομία κατά τις συλλήψεις, τις προσαγωγές, τους ελέγχους, τις ανακρίσεις, ωστόσο, για καμία από αυτές τις βιαιότητες που διαπράττονται, δεν αντιδρούμε ή τουλάχιστον δεν αντιδρούμε έντονα και μαζικά. Αυτό συμβαίνει γιατί, αν και γνωρίζουμε ότι είναι πραγματικότητα, ωστόσο, παραμένει στο επίπεδο της υπόθεσης μακριά από την απτή-ορατή πραγματικότητά μας. Μόνο όταν αυτή η βιαιότητα περάσει στο πεδίο ορατότητας και άμεσης αντιληπτικότητάς μας, έρθει με λίγα λόγια πολύ κοντά μας, αισθανόμαστε την ανάγκη αντίδρασης.
Έτσι, απέναντι στην απορία-προβληματισμό για το αν έπρεπε να σκοτωθεί το παιδί για να κινητοποιηθούμε, η απάντηση δόθηκε μέσα από ένα χαρακτηριστικό μήνυμα-σύνθημα που ακουγόταν επανειλημμένα στις πορείες του Δεκέμβρη και απευθυνόταν από τους διαδηλωτές προς όλους αυτούς που παρακολουθούσαν από τον καναπέ τους ή το μπαλκόνι του σπιτιού τους τις διαμαρτυρίες. Το σύνθημα ήταν «Όταν οι μπάτσοι σκοτώσουν τα παιδιά σας, τότε θα βγείτε απ’ τα κλουβιά σας». Αν, λοιπόν, οι πολίτες είχαν συνηθίσει την αδιόρατη βία στα πλαίσια της κανονικότητας της καθημερινότητάς τους, τότε η ορατότητα της βίας, μέσα από τη δολοφονία του 15χρονου, υπήρξε δυστυχώς η απαραίτητη αφορμή για τη διατάραξης αυτής της συνηθισμένης καθημερινότητάς τους.
Αυτή ακριβώς η διατάραξη των συνηθειών της καθημερινότητας ήταν που αναδείχθηκε στις εξεγέρσεις του Δεκέμβρη. Τουλάχιστον τις δύο πρώτες εβδομάδες μετά τη δολοφονία, ελάχιστες από τις προηγούμενες συνήθειες της ελληνικής κοινωνίας συνέχισαν να λειτουργούν μέσα από τις πρακτικές των κατοίκων. Πιο συγκεκριμένα, οι μαθητές δεν πήγαιναν στο σχολείο τους για να κάνουν μάθημα αλλά για να συνεχίσουν την κατάληψη, οι εργαζόμενοι είτε δεν πήγαιναν στις δουλειές τους ή πήγαιναν για κάποια ώρα και μετά κατέβαιναν στις πορείες κοκ. Αυτή, όμως, η κοινωνία στις αρχές της εξεγερσιακής περιόδου, που ήταν «μια κοινωνία χωρίς συνήθειες», είχε ημερομηνία λήξης.
Μετά τις πρώτες εβδομάδες της μεγάλης έντασης και των μαζικών διαδηλώσεων άρχισαν να αναπτύσσονται ακόμη και μεταξύ των διαδηλωτών λόγοι όπως: «ο κόσμος κουράστηκε από την τόση βία, το σπάσιμο, το κάψιμο, την οργή». Με άλλα λόγια, μια κοινωνία, που είχε συνηθίσει να μην αντιδρά ή να αντιδρά στα πολιτικά και κοινωνικά κακώς κείμενα με απεργίες το πολύ 24ώρου, με καθιστικές διαμαρτυρίες και διάφορους άλλους ήπιους τρόπους, δεν μπορούσε να αντέξει για πολύ αυτήν την χρονικά, χωρικά και πρακτικά ακαθόριστη και χαοτική μαζικότητα μιας εξέγερσης, όπως αυτής του Δεκέμβρη. Όταν λοιπόν, αν όχι όλοι, τουλάχιστον οι περισσότεροι από τους διαδηλωτές διαπίστωναν, πως «είναι φρικτό, εφιαλτικό, τρομάζω στη ιδέα ότι μπορεί τα παιδιά μου να μεγαλώσουν σε τέτοιες συνθήκες» (εννοώντας τις συνθήκες της εξέγερσης), αυτό που αναδεικνυόταν μέσα από τέτοιες ρητορικές ήταν η δύναμη της συνήθειας να αποκλείει «δίχως βία, δίχως τέχνη, δίχως επιχείρημα» όλες τις «τρέλες» (δεν είναι για εμάς), όλες δηλαδή τις συμπεριφορές που θα μπορούσαν να κυρωθούν αρνητικά, διότι είναι ασύμβατες με τις αντικειμενικές συνθήκες» (Bourdieu, 2006: 93).
Αν πράγματι, λοιπόν, οι συνήθειες καθορίζουν τον τρόπο σκέψης, αντίληψης και αντίδρασης των δρώντων υποκειμένων, τότε η ελεύθερη επιλογή και δράση δεν είναι και τόσο ελεύθερη, και η αυτοκαταστολή της εξέγερσης ήταν προδιαγεγραμμένη. Εστιάζοντας, λοιπόν, στα γεγονότα και την πραγματικότητα της περιόδου εκείνης θα μπορούσε να ακούσει και να δει κανείς το σύνολο των πολιτών να εκφράζει με λόγια ή με πράξεις την αμέριστη συμπαράσταση στις αντιδράσεις κατά της κρατικής βίας, αλλά και το ίδιο το κράτος με τους επίσημους εκπροσώπους του να κατανοεί, να υποστηρίζει ακόμη και να προτρέπει τους διαδηλωτές σε έναν αγώνα ενάντια στη βία, απ’ όπου κι αν αυτή προέρχεται. Ο πρόεδρος της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης Γιώργος Παπανδρέου υποστήριζε δημόσια: «Είναι ώρα να απορρίψουμε κατηγορηματικά αυτή την αντίληψη της βίας και της αυθαιρεσίας στη χώρα μας, από όπου και αν προέρχεται» και καλούσε τους πολίτες σε έναν αγώνα «χωρίς βία, ενάντια στη βία» (Tο Βήμα on line, Άγγελος Κωβαίος, 9/12/08).
Ακόμη πιο χαρακτηριστική ήταν η δήλωση του υπουργού προστασίας του πολίτη κ. Χρυσοχοϊδη το Δεκέμβρη του 2009, ένα χρόνο μετά τη δολοφονία και λίγο πριν την έναρξη των επετειακών διαδηλώσεων στη μνήμη του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, που ανέφερε: «… Το αίμα ενός άτυχου παιδιού έγινε η αφορμή για να εκφραστεί ένα πρωτοφανές κύμα βίας στην Αθήνα, στην Θεσσαλονίκη και σε άλλες πόλεις της χώρας μας. Μέσα από την διαμαρτυρία των πολιτών και των μαθητών απέναντι στο αποτρόπαιο γεγονός, κάποιοι βρήκαν ευκαιρία να βανδαλίσουν, να καταστρέψουν και να λεηλατήσουν τις πόλεις. Προσέδωσαν ιδεολογικό άλλοθι σε μια υποκουλτούρα ωμής βίας και καταστροφικής μανίας που κατέληξε σε καμένα κτίρια, σπασμένες βιτρίνες, λεηλασίες και δολοφονικές επιθέσεις… Το επόμενο τριήμερο και με αφορμή τις εκδηλώσεις μνήμης για τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο, διάφορες περιθωριακές ομάδες θα προσπαθήσουν να δημιουργήσουν τη δική τους επέτειο βίας και ανομίας, που καμία σχέση δεν έχει με τις διεκδικήσεις της νέας γενιάς. Η οργανωμένη πολιτεία θα κάνει τα πάντα για να το αποτρέψει… Στις 6 Δεκεμβρίου η Ελλάδα απαιτεί μια νέα αρχή. Οι μέρες που έρχονται είναι αφορμή να στείλουμε θετικά μηνύματα, μια κατάφαση για τη ζωή, τη δημιουργία, τη νέα γενιά. Είναι στοίχημα των παιδιών, των μαθητών, των φοιτητών να διεκδικήσουν μια παιδεία με ανοιχτούς ορίζοντες, αξιοπρεπείς δουλειές, ένα περιβάλλον ανθρώπινο, σχέσεις αλληλεγγύης και κατανόησης. Να θέσουν μια ατζέντα για το μέλλον και να την διεκδικήσουν, απομονώνοντας τις περιθωριακές εκδοχές της βίας που θέλουν να μετατρέψουν τις πόλεις μας σε ζώνες ανομίας, άβατα και γκέτο…» (Το Βήμα on line, 4/12/09).
Μέσα από αυτές τις επίσημες δηλώσεις-προτάσεις αναδεικνυόταν ένα κράτος και μια κυβέρνηση που είτε δε φοβόταν το ρίσκο μιας κοινωνικής και πολιτικής αναταραχής, είτε, ως δημοκρατική, έδινε την ελευθερία επιλογής στο λαό της. Στην πραγματικότητα όμως τίποτα από τα δύο δεν ίσχυε. Η κρατική πρόταση για ελεύθερη επιλογή συμμετοχής ή μη των πολιτών στις διαδηλώσεις, από τη στιγμή που ακολουθούταν από περιορισμούς, που τόνιζαν πως ο καθένας είναι ελεύθερος να επιλέξει αν θα συμμετάσχει ή όχι αλλά αυτόματα μπορεί ανά πάσα στιγμή να θεωρηθεί ύποπτος, καθιστούσε αυτήν την επιλογή κατ’ επίφαση ελεύθερη ή ελεγχόμενα ελεύθερη. Απέναντι σ’ αυτή την ελεγχόμενα ελεύθερη επιλογή η απάντηση των πολιτών ήταν να κατέβουν στις διαδηλώσεις με το όποιο κόστος.
Και στο σημείο αυτό θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς πως ο καθένας είχε την ελευθερία να επιλέξει αν θα κατέβει στις διαδηλώσεις ή όχι, δηλαδή αν θα είναι ή όχι ύποπτος. Αυτό, όμως, που αναδεικνυόταν μέσα από αυτού του είδους τις επίσημες προτάσεις-προτροπές ήταν ότι με την εξέγερση διακυβευόταν η βασικότερη, δομική συνήθεια του κάθε πολίτη, η ταυτότητά του, η κοινωνική του υπόσταση. Έτσι, στις περισσότερες ελληνικές πόλεις μέσα στα πλαίσια των εξεγέρσεων, άρχισε να γίνεται αισθητή και να αποτυπώνεται μέσα από διάφορες ρητορικές μια απροσδόκητη και για τους ίδιους τους διαδηλωτές ενοποίηση. Η ταυτότητα του ενός και του άλλου δε χαρακτηριζόταν από διαφορετικότητα αλλά από ομοιότητα, βάσει των κοινών διεκδικήσεών τους, και οι βασικές κοινωνικές και ταξικές δομές άρχισαν να κλονίζονται. Μέσα σ’ αυτό το εξεγερσιακό κλίμα, η αμφισβήτηση των δομικών συνηθειών άρχισε να δημιουργεί ένα αίσθημα φόβου απέναντι σε μια εντελώς διαφορετική εικόνα από τη συνηθισμένη ως τότε εικόνα της κοινωνικής πραγματικότητας. Αυτός ο φόβος του αγνώστου, του ακαθόριστου, του ασυνήθιστου ήταν που ανέδειξε το πόσο παγιωμένες είναι οι συνήθειες μέσα στα δρώντα υποκείμενα και το πόσο καθοριστικό ρόλο παίζουν στην ελεύθερη επιλογή.
Ενώ, λοιπόν, οι πολίτες επέλεξαν να εξεγερθούν για να αλλάξουν την κοινωνική τους πραγματικότητα και τα προβλήματά της, «κατέληξαν στην ουσία να μην έχουν πετύχει κάτι και όλα να είναι όπως και πριν». Άλλωστε, η πιο χαρακτηριστική δήλωση-θέση, που επαναλαμβάνεται από διάφορες πλευρές πάντοτε σε τέτοιες καταστάσεις, είναι πως «αφού δεν έχει αλλάξει ποτέ τίποτα, γιατί να άλλαζε με την εξέγερση του Δεκέμβρη;». Αυτή ακριβώς η ρητορική ήταν που αναδείκνυε μια a priori απογοήτευση αλλά και μια καθησυχαστική βεβαιότητα, τόσο για τους διαδηλωτές, όσο και για το ίδιο το κράτος. Αυτή η πεποίθηση ότι «τίποτε δε μπορεί να αλλάξει» ήταν που αναδείκνυε τα όρια της ελευθερίας επιλογής και δράσης των δρώντων υποκειμένων. Από αυτήν την πεποίθηση άντλησε την αρχική της δυναμική η εξέγερση, και από την αμφισβήτησή της και το φόβο μιας ριζικής και δομικής ανατροπής αυτής της ίδιας πεποίθησης οδηγήθηκε στην καταστολή. Βάσει αυτής της πεποίθησης, το κράτος ήταν σε θέση να προτρέπει σε διαδηλώσεις εκ του ασφαλούς, γνωρίζοντας ήδη την έκβαση των εξεγέρσεων.
Έτσι, οι πολίτες είχαν την ελεγχόμενα ελεύθερη επιλογή να εξεγερθούν και το έκαναν, τουλάχιστον στις πρώτες μέρες των διαδηλώσεων, για να επιτύχουν κάποια βελτίωση και εξασφάλιση της ζωής και της καθημερινότητάς τους. Όταν, όμως, μέσα από την πρακτική της εξέγερσης, εμφανίστηκε η πιθανότητα μιας ριζικής αλλαγής και ανατροπής των συνηθειών τους, τότε η εξέγερση οδηγήθηκε στην αυτοκαταστολή. Αυτή η επιλογή των δρώντων υποκειμένων, να σταματήσουν τις διαδηλώσεις, δεν ήταν επί της ουσίας ελεύθερη αλλά εκκινούσε από την κοινωνικά και δομικά παγιωμένη αντίληψη ότι «τίποτε δε μπορεί να αλλάξει». Και αυτή η αντίληψη δεν ήταν κάτι που εμφανίστηκε για πρώτη φορά μέσα στα πλαίσια του εξεγερσιακού Δεκέμβρη, παρά είχε βαθύτερες εκκινήσεις.
Πιο συγκεκριμένα, οι κάτοικοι μιας πόλης (και είναι πολλές αυτές οι πόλεις και οι περιοχές τους) υποτίθεται πως πάντα έχουν την ελευθερία επιλογής να αντιδράσουν στην καθημερινή ρύπανση που προκαλεί το μεγάλο εργοστάσιο, που λειτουργεί στην περιοχή, διαδηλώνοντας, κάνοντας στάση εργασίας, απεργίες κοκ, ωστόσο, γνωρίζουν εξίσου πάντα πως το εργοστάσιο συντηρεί πάρα πολλές οικογένειες, οι οποίες σε μια τέτοια περίπτωση μπορεί να μείνουν άνεργες, και η εργασία ή η ανεργία δεν είναι ποτέ ζήτημα ελεύθερης επιλογής σε μια καπιταλιστική τουλάχιστον κοινωνία. Έτσι ακριβώς και στις διαδηλώσεις, ενώ οι διαδηλωτές υποτίθεται πως είχαν την ελευθερία επιλογής να συνεχίσουν τις εξεγέρσεις απεριόριστα, στην πραγματικότητα γνώριζαν πως κάτι τέτοιο θα έβαζε σε κίνδυνο και θα ανέτρεπε βασικές αρχές-συνήθειες της διαβίωσης τους.
Ο κατασταλτικός, λοιπόν ρόλος που διαδραμάτισαν οι συνήθειες στο εξεγερσιακό σκηνικό των πόλεων, αποδεικνύει ότι το ασυνείδητο αυτό υπόστρωμα των συνηθειών είναι που αντιστέκεται στην απεριόριστη και ακαθόριστη ελευθερία επιλογής των δρώντων υποκειμένων, καθορίζοντας τον τρόπο με τον οποίο σχετιζόμαστε με την πραγματικότητα. Αυτή ακριβώς η δυναστευτική λειτουργία των συνηθειών αποτυπώνεται χαρακτηριστικά μέσα από τα λόγια του Τζορτζ Όργουελ , ο οποίος στα 1937 έγραφε:
«Όλοι καταφερόμαστε εναντίον των ταξικών διακρίσεων, αλλά πολλοί λίγοι επιθυμούμε σοβαρά τη κατάργησή τους. Εδώ προσκρούει κανείς στο σημαντικό γεγονός ότι κάθε επαναστατική ιδέα αντλεί μέρος της δύναμής της από την ενδόμυχη πεποίθηση ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει.[…] Στο βαθμό που το ζητούμενο είναι απλώς να βελτιωθεί η μοίρα του εργάτη, κάθε αξιοπρεπής άνθρωπος συμφωνεί.[…] Αλλά, δυστυχώς, δε φτάνει κανείς πιο πέρα επιθυμώντας απλώς να εξαλειφθούν οι ταξικές διακρίσεις. Για την ακρίβεια, είναι αναγκαίο να επιθυμούμε να εξαλειφθούν, αλλά η επιθυμία μας δεν πρόκειται να φέρει κανένα αποτέλεσμα, αν δεν κατανοήσουμε τι συνεπάγεται. Το γεγονός που πρέπει να αντιμετωπίσουμε είναι ότι το να καταργήσουμε τις ταξικές διακρίσεις σημαίνει να καταργήσουμε ένα μέρος του ίδιου μας του εαυτού. Ιδού εγώ, ένα τυπικό μέλος της μεσαίας τάξης. Μου είναι εύκολο να λέω ότι θέλω να απαλλαγώ από τις ταξικές διακρίσεις, αλλά σχεδόν όλα όσα σκέφτομαι και κάνω είναι απόρροια ταξικών διακρίσεων.[…] Πρέπει να αλλάξω τον εαυτό μου τόσο ριζικά, που στο τέλος μετά βίας θα μπορώ να τον αναγνωρίζω». (George Orwell, 2004: 85)
————————
– Bourdieu, P., 2006. Η αίσθηση της πρακτικής, Θεόδωρος Παραδέλλης (μτφρ.), εκδ. Αλεξάνδρεια.
– Orwell, G., 2004. Ο δρόμος προς την αποβάθρα του Γουίγκαν, Ανδρέας Σοκοδήμος (μτφρ.), εκδ. Κάκτος, Αθήνα 2004.
– Zizek, S., 2010. Βία. Έξι λοξοί στοχασμοί, εκδ. Scripta, Αθήνα 2010.
Leave a Reply
You must be logged in to post a comment.