του Αντόνιο Νέγκρι
Όταν μιλάμε για την παγκοσμιοποίηση των αγορών, μιλάμε επίσης για τον περιορισμό που επιβάλλεται πάνω στην κυριαρχία των εθνών-κρατών. Στη Δυτική Ευρώπη, το βασικό λάθος των εθνικών αριστερών κινημάτων και κομμάτων [des gauches nationals] ήταν η αποτυχία τους να κατανοήσουν ότι η παγκοσμιοποίηση είναι ένα μη αναστρέψιμο φαινόμενο.
Μέχρι την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν επιτύχει να συνδυάζουν -με σύνεση αλλά και με έκδηλη επιμονή- τις εθνικές ιδιαιτερότητες των χωρών που ανήκουν στις Δυτικές συμμαχίες (στο ΝΑΤΟ πάνω απ’ όλα), με τη συνοχή του κλασικού ιμπεριαλισμού, παρατάσσοντάς τις όλες μαζί ενάντια στον “υπαρκτό σοσιαλισμό”. Από το 1989, με την πτώση του Σοβιετικού μπλοκ, η “σκληρή δύναμη” των Ηνωμένων Πολιτειών έχει αντικατασταθεί σιγά σιγά με την “ήπια δύναμη” των αγορών: η ελευθερία του εμπορίου και του χρήματος έχουν υποτάξει τα παλιά όργανα ισχύος (το στρατό και τη διεθνή αστυνομία), και η οικονομική ισχύς και η απολυταρχική διαχείριση της κοινής γνώμης έχουν καθορίσει το πεδίο στο οποίο οι νεοφιλελεύθερες δράσεις που υποστηρίζουν τις πολιτικές της αγοράς θα αναλαμβάνονται από δω και πέρα. Ο νεοφιλελευθερισμός έχει οργανωθεί ισχυρά σε παγκόσμιο επίπεδο: σήμερα χειρίζεται την τρέχουσα οικονομική και κοινωνική κρίση προς όφελός του και μπορεί πολύ πιθανόν να προσβλέπει σε ένα λαμπρό μέλλον… Ένας δημοκρατικός και ειρηνικός μετασχηματισμός των πολιτικών θεμελίων [assises] του νεοφιλελευθερισμού είναι αδιανόητος σε παγκόσμιο επίπεδο – τουλάχιστον όσο δεν συμβαίνει καμία επαναστατική ρήξη.
Παράλληλα με όλα αυτά, από το 1989, η ήττα των πολιτικών δυνάμεων της Αριστεράς υπήρξε βαθιά. Όχι μόνο οι δογματικές δυνάμεις της Αριστεράς, στο όνομα μιας υποτιθέμενης πιστότητας σε “αρχαϊκές” ιδεολογικές μορφές, απαρνήθηκαν οποιαδήποτε κατανόηση της ταξικής πάλης όπως υπάρχει σε ένα κόσμο βαθύτατα μετασχηματισμένο από την παγκοσμιοποίηση και τη μετάλλαξη του τρόπου παραγωγής, αλλά ένα νέο ρεύμα σοσιαλιστικής σκέψης και δράσης, προσπαθώντας να λάβει υπόψη τη νέα κατάσταση, ρίσκαρε ανοιχτές συμμαχίες με το νεοφιλελευθερισμό.
Η διαδικασία ενοποίησης της ευρωπαϊκής ηπείρου, και οι θεσμοί μέσα στους οποίους έχει διεξαχθεί η συζήτηση για το ευρωπαϊκό σύνταγμα, έχει επιδείξει με παραδειγματικό τρόπο την κενότητα και πολιτική ανικανότητα της Αριστεράς – και όσον αφορά την εκδοχή του “τρίτου δρόμου” του Τόνι Μπλερ (του οποίου οι προσανατολισμοί ταχύτατα ταυτίστηκαν με τη σαφή επιθυμία να οικοδομηθεί πολιτικά η Ευρώπη με ένα νεοφιλελεύθερο τρόπο), και όσον αφορά τη μορφή που αντιτίθενται σε αυτόν˙ δηλαδή, εκείνες τις ομάδες που πίσω από την άρνησή τους για ένωση και ανάπτυξη των ευρωπαϊκών θεσμών κρύβουν την ανικανότητά τους να χτίσουν μια εναλλακτική απέναντι στο νεοφιλελευθερισμό. Για να γίνει αυτό, οι τελευταίοι θα έπρεπε να θέσουν το έθνος- κράτος, το διεθνές δημόσιο δίκαιο και το διοικητικό σύστημα του καπιταλιστικού μοντερνισμού, σε αμφισβήτηση. Στο σύνολό τους, η αποτυχία αυτών των δυνάμεων υπήρξε πελώρια.
Αν θέλουμε να ξανανοίξουμε τη συζήτηση, πρέπει να διερωτηθούμε ποιες θεωρητικές και πολιτικές συνθήκες θα μπορούσαν να μας επιτρέψουν να ξανανοίξουμε μια προοπτική αγώνα στο ρεαλιστικό πεδίο του ανατρεπτικού χτισίματος μιας ενοποιημένης Ευρώπης.
Αντιφάσεις
Σε τι συνίσταται ο χρηματοοικονομικός ή/και βιοπολιτικός καπιταλισμός; Συνίσταται στην υπαγωγή της κοινωνίας -ή πιο σωστά, της ίδιας της ζωής- υπό την κυριαρχία του κεφαλαίου. Πώς οι αγορές ασκούν έλεγχο στη δομή της κοινωνίας; Δεν μπορώ, βεβαίως, να επεκταθώ σε αυτό: θα περιοριστώ στο να πω ότι αυτή η εξουσία λειτουργεί μέσω της όλο και περισσότερο σημαντικής χρήσης του χρηματικού ελέγχου, στόχος του οποίου είναι η συσσώρευση των χρηματοοικονομικών αποδόσεων ή μισθωμάτων [de la rente financierè]. Τα τελευταία αναδιοργανώνουν τις παραγωγικές και αναπαραγωγικές σχέσεις σύμφωνα με το σχήμα της εμβάθυνσης και εντατικοποίησης των μηχανισμών εκμετάλλευσης – μερικές φορές σε τέτοιο βαθμό ώστε δημιουργείται μια πραγματική νέα μορφή πρωταρχικής συσσώρευσης, για να χρησιμοποιήσουμε τους όρους του Μαρξ. Οι χρηματοοικονομικές αγορές, που αναζητούν μέγιστη αξιοποίηση, από τη μια ευνοούν τις βιομηχανίες “παραγωγής από τον άνθρωπο για τον άνθρωπο”, δηλαδή υπηρεσίες πρόνοιας, μητροπολιτικές παραγωγικές υπηρεσίες και υπηρεσίες πληροφόρησης, και από την άλλη ευνοούν την εξόρυξη πρώτων υλών, τις βιομηχανίες ενέργειας, τις βιομηχανίες μεταποίησης αγροτικών προϊόντων και οτιδήποτε με την ευρεία έννοια ασχολείται με τη φύση.
Ένας πρώτος ορισμός των “κοινών” [le commun], τα οποία αναζητούν σήμερα διάφορα κινήματα, μπορεί παραδόξως να συνίσταται σε αυτό: την κομμουνιστική αντιστροφή σε όλη την έκταση της καπιταλιστικής ιδιοποίησης. Αυτό που μου φαίνεται ενδιαφέρον είναι η μελέτη των αντιφάσεων που έχουν ξεπηδήσει στο -συχνά χαοτικό- έδαφος στο οποίο οι νεοφιλελεύθεροι έχουν εξαπολύσει την επίθεσή τους, αντιφάσεις τις οποίες έχουν τονίσει τα κινήματα. Τέτοιες αντιφάσεις είναι δύσκολο να ξεπεραστούν, και η εξουσία έχει την τάση να τις χειρίζεται μέσω μιας διακυβέρνησης απομακρυσμένης από κάθε κανονιστικότητα, μέσω μιας κυβέρνησης έκτακτης ανάγκης [un gouvernement d’exception] που εγκαθίσταται μακροπρόθεσμα και στοχεύει στην ανάπλαση της κοινωνίας στην ολότητά της. Οι υπό εξέταση αντιφάσεις μπορούν να προσδιοριστούν όπως παρακάτω.
1. Μια πρώτη αντίφαση αφορά στην παραγωγή και συνίσταται στο γεγονός ότι ο χρηματοοικονομικός καπιταλισμός αντιπροσωπεύει την πιο αφηρημένη και αποκομμένη μορφή εξουσίας, και όμως παραδόξως είναι αυτή ακριβώς η μορφή καπιταλισμού που, με έναν εντελώς υλικό τρόπο, επενδύει τη ζωή στην ολότητά της. Η “πραγμοποίηση” της ζωής και η “αλλοτρίωση” των υποκειμένων επιβάλλονται πάνω στη γνωστική εργατική δύναμη με έναν παραγωγικό έλεγχο που μοιάζει να έχει γίνει, ως χρηματοοικονομική εξουσία, απολύτως υπερβατικός. Η γνωστική εργατική δύναμη, η οποία υποχρεούται να παράγει υπεραξία ακριβώς στο βαθμό που είναι γνωστική, άυλη και δημιουργική, και όχι άμεσα αναλώσιμη, είναι στην πραγματικότητα παραγωγική καθεαυτή, με έναν αυτόνομο τρόπο. Αυτή είναι η πρώτη αντίφαση: χρηματοοικονομική υπεροχή εναντίον παραγωγικής αυτονομίας.
Στο βαθμό που αυτή η παραγωγή θεμελιώθηκε κυρίως στην “κοινωνική συνεργασία” (σε οποιονδήποτε τομέα: πληροφορικές υπηρεσίες, παροχή φροντίδας, κ.λπ.), η αξιοποίηση από το κεφάλαιο δεν έρχεται αντιμέτωπη απλώς με το “μεταβλητό κεφάλαιο”, αλλά με την αντίσταση και την αυτονομία του προλεταριάτου το οποίο σήμερα αποτελεί καθεαυτό μέρος του “σταθερού κεφαλαίου”. Πράγματι, η νέα κοινωνική ποιότητα της παραγωγής και τα γνωστικά χαρακτηριστικά της έχουν μετασχηματίσει τους εργαζόμενους σε “μηχανικά υποκείμενα” που διαθέτουν μια “σχετική” αλλά διαρκή ικανότητα για αυτόνομη οργάνωση των κοινωνικών πόρων της εργασίας τους. Η αντίφαση εδώ δεν μπορεί παρά να είναι τόσο προφανής.
2. Η δεύτερη αντίφαση αφορά στην ιδιοκτησία. Η ιδιωτική ιδιοκτησία (όπως έχει οριστεί από νομικής άποψης) τείνει να υπόκειται όλο και περισσότερο στη μορφή του μισθώματος. Σήμερα, μισθώματα δημιουργούνται κυρίως μέσω διαδικασιών χρηματικής κυκλοφορίας που πραγματοποιούνται στην υπηρεσία του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου ή/και κτηματικού κεφαλαίου, ή ακόμα και σε διαδικασίες αξιοποίησης που πραγματοποιούνται σε βιομηχανικές υπηρεσίες.
Αλλά όταν (ιδιωτικά) εμπορεύματα εμφανίζονται με τη μορφή υπηρεσιών, όταν η καπιταλιστική παραγωγή αυτοαξιοποιείται μέσω υπηρεσιών, η ιδιωτική ιδιοκτησία τείνει να διαφοροποιεί ή να μετριάζει τα χαρακτηριστικά που παραδοσιακά χρησιμοποιούνται για τον χαρακτηρισμό της ως “πράξη κατοχής”, και η ιδιωτική ιδιοκτησία εμφανίζεται ως ένα προϊόν της κοινωνικής συνεργασίας που συνιστά υπηρεσίες και τις καθιστά παραγωγικές. Για τα αφεντικά, το πρόβλημα γίνεται ένα πρόβλημα προικοδότησης της ιδιωτικής περιουσίας με αυτή τη θεμελιώδη λειτουργία (στην οργάνωση της κοινωνίας) που έχει ανάγκη ο καπιταλισμός. Αν η ιδιοκτησία σταδιακά κοινωνικοποιείται, πώς θα υπόκειται σε ιδιωτικό έλεγχο;
Οι καπιταλιστές απαντούν στο ερώτημα αυτό με χαρακτηριστική υποκρισία: αυτό είναι κάτι που πρέπει να φροντίσουν οι δημόσιες αρχές. Αλλά στις μεταβιομηχανικές κοινωνίες, η δημόσια διαμεσολάβηση των ταξικών σχέσεων γίνεται όλο και πιο δύσκολη – αυτό, πράγματι, καταδεικνύει τόσο καθαρά η κρίση. Η κυριαρχία έχει σίγουρα ιδιωτικοποιηθεί (πατρογονικοποιηθεί, θα μπορούσαμε να πούμε, από τον χρηματοοικονομικό καπιταλισμό), αλλά το παράδοξο είναι ότι, ταυτόχρονα, η ιδιωτική ιδιοκτησία διαλύεται στο βαθμό που παρουσιάζει τον εαυτό της όλο και περισσότερο ως χρήση μιας υπηρεσίας, και όχι πλέον ως κατοχή ενός αγαθού. Η “δημόσια κυριαρχία” δεν έχει πλέον να αντιμετωπίσει εταιρείες, συνδικάτα ή συλλογικές εργατικές οργανώσεις [instances] (οι οποίες, ειρήσθω εν παρόδω, αντιπροσώπευαν τους εαυτούς τους ως ιδιωτικά υποκείμενα), αλλά με τη συνεργασία και την κοινωνική κυκλοφορία των υποκειμενικοτήτων σε μια διαρκή κατάσταση σύνθεσης και ανασύνθεσης, τόσο στην υλική όσο και στη γνωστική παραγωγή. Εν ολίγοις, προσκρούει σε αυτό που αποκαλούμε “κοινά”.
Αυτό που εννοούμε με τον όρο “κοινά”, εδώ, συνεπάγεται την αναγνώριση του γεγονότος ότι η παραγωγή πραγματοποιείται σήμερα όλο και περισσότερο με συνεργατικό τρόπο. Η συνεργασία αυτή είναι πράγματι απευθείας ελεγχόμενη από το χρηματοοικονομικό κεφάλαιο, αλλά είναι επίσης άμεσα θεσπισμένη από τα νέα στοιχεία της γνωστικής εργατικής δύναμης, δηλαδή από τις ίδιες κοινωνικές δυνάμεις που κάποτε ονομάζονταν “εργατική τάξη”. Και για άλλη μια φορά πρέπει να επιμείνω: όταν μιλάμε για γνωστική εργατική δύναμη, μιλάμε πράγματι για μια νέα ποιότητα της παραγωγής, μια νέα όψη των διαδικασιών αξιοποίησης, και μια νέα οργάνωση της εργασίας, οι οποίες έχουν αρχίσει να εμφανίζονται από το 1968˙ αλλά μιλάμε επίσης για ορισμένες, όλο και περισσότερο κεντρικές, πτυχές της ίδιας της υλικής παραγωγής – όπου, παρά τα φαινόμενα, η συνεργατική εργασία, και μάλιστα η εισαγωγή άυλων, υπολογιστικών ή γλωσσικών στοιχείων γίνεται όλο και πιο εκτεταμένη στις μέρες μας.
Υπάρχει ως εκ τούτου μια εξελισσόμενη “ιδιωτική πατρογονικοποίηση” των δημόσιων αγαθών που καταστρέφει το θεσμό της δημόσιας περιουσίας, ενώ αξιοποιεί και ενισχύει την ιδεολογία της ατομικής ιδιοκτησίας. Από αυτόν το συνδυασμό πηγάζει η τωρινή ατέρμονη σπείρα [dérivé] των προσπαθειών για διαχείριση του δημόσιου μέσω διαδικασιών εξαίρεσης, η ολίσθηση της κατάστασης εξαίρεσης στη διαφθορά, και η καταστροφή των κοινών από τις δυνάμεις της εξαίρεσης.
Η “δημόσια κυριαρχία” υπάρχει πλέον μόνο με ένα παράδοξο τρόπο, και τείνει να εξαλειφθεί μόνη της πριν από τα “κοινά”, τα οποία, παρ’ όλα αυτά, αναδύονται στις διαδικασίες της κοινωνικής παραγωγής και συνεργασίας που αντιπροσωπεύουν την καρδιά της αξιοποίησης. Τα κοινά είναι ακριβώς αυτό που άμεσα αιχμαλωτίζεται από τις χρηματοοικονομικές δυνάμεις και την παγκόσμια αγορά: ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα.
3. Η τρίτη αντίφαση αφορά στο βιο-κεφάλαιο στο βαθμό που αυτό σχετίζεται με τα σώματα των εργαζομένων. Εδώ, η αντιπαράθεση, ο ανταγωνισμός, εμφανίζεται με έναν απολύτως σαφή τρόπο, στο βαθμό που το κεφάλαιο (στη μετα-βιομηχανική φάση του, στην εποχή στην οποία η γνωστική παραγωγή έχει γίνει ηγεμονική) θέτει άμεσα ανθρώπινα σώματα στην παραγωγή, σώματα που δεν είναι πλέον μόνο εμπορευματοποιημένη εργασία, αλλά τα οποία μετατρέπονται σε κατόχους της παραγωγικής γνώσης και μηχανικούς χειριστές.
Τώρα, στις νέες διαδικασίες παραγωγής, αυτά τα σώματα, ακριβώς επειδή είναι όλο και πιο εξειδικευμένα, έχουν αποκτήσει μια σχετική αυτονομία. Στην ίδια διαδρομή, η αντίσταση και οι αγώνες του μηχανικού εργατικού δυναμικού ανταποκρίνονται παραδόξως στην καπιταλιστική ζήτηση για την εκμετάλλευση της παραγωγής του ανθρώπου για τον άνθρωπο, δηλαδή για τη ζωντανή μηχανή “άνθρωπο”. Είναι ακριβώς αυτή η μετάλλαξη την οποία εκμεταλλεύεται το χρηματοοικονομικό κεφάλαιο, και που επιδιώκει να κυβερνήσει.
Πράγματι, μόλις ο εργαζόμενος επανοικειοποιηθεί ένα μέρος του “σταθερού κεφαλαίου” και παρουσιάσει τον εαυτό του με έναν ευμετάβλητο, συχνά χαοτικό, τρόπο ως παράγοντα που συνεργάζεται στο πλαίσιο των διαδικασιών αξιοποίησης, ως “επισφαλές υποκείμενο”, ενώ ταυτόχρονα παρουσιάζει τον εαυτό του και ως “αυτόνομο υποκείμενο” στις διαδικασίες της αξιοποίησης του κεφαλαίου, αυτήν ακριβώς τη στιγμή, έχει επέλθει μια συνολική αντιστροφή της λειτουργίας της εργασίας σε σχέση με το κεφάλαιο. Ο εργαζόμενος δεν είναι πλέον μόνο το μέσο που χρησιμοποιεί το κεφάλαιο για να κατακτήσει τη φύση, δηλαδή, με κοινότυπους όρους, για την παραγωγή εμπορευμάτων. Αυτό συμβαίνει διότι, στη γνωστική και συνεργατική εργασία, ο εργαζόμενος, έχοντας ενσωματώσει πλέον το εργαλείο της παραγωγής στον εαυτό του και, από μια ανθρωπολογική άποψη, έχοντας μεταμορφωθεί, επανακτά την “αξία χρήσης”, δρα με έναν “μηχανικό” τρόπο, αυτόνομο και αντιθετικό σε σχέση με το κεφάλαιο – με μια αυτονομία και αντίθεση που τείνουν να γίνονται όλο και πιο πλήρεις. Είναι μεταξύ αυτής της αντικειμενικής τάσης και των πρακτικών μέσων που συνιστούν αυτόν τον μηχανικό εργαζόμενο που μια νέα μορφή ταξικής πάλης λαμβάνει χώρα – μια μορφή που στο εξής θα χαρακτηρίζουμε ως βιοπολιτική.
Κατά την ανάπτυξη του κεφαλαίου οι τρεις αυτές αντιφάσεις ή παράδοξα που έχω προσπαθήσει να φέρω στο φως παραμένουν ανοικτά. Είναι αντιφάσεις, άλλωστε, που έχουν οξυνθεί περαιτέρω από την τρέχουσα κρίση. Κατά συνέπεια, όσο ισχυρότερη είναι η αντίσταση, τόσο πιο άγρια θα είναι η αποκατάσταση της εξουσίας (από το κράτος, ως όργανο του κεφαλαίου) και όλο και πιο αποφασιστική η χρήση βίας. Κάθε αντίσταση είναι έτσι καταδικασμένη ως παράνομη άσκηση αντι-εξουσίας, κάθε εκδήλωση εξέγερσης θεωρείται ότι δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια στιγμή καταστροφής και λεηλασίας. Επιπλέον -και αυτό είναι ένας επιπρόσθετος εμπαιγμός- ακόμη και όταν η βία που προκαλούν φτάνει στο αποκορύφωμά της, το κεφάλαιο και το κράτος του πρέπει, παρ’ όλα αυτά, να παρουσιάσουν τους εαυτούς τους ως απαραίτητες και ουδέτερες δυνάμεις. Σήμερα, η κλιμάκωση της βίας παρουσιάζεται, επομένως, ως έργο εργαλείων ή οργάνων που χαρακτηρίζονται ως απλώς “τεχνικά”. Θυμόμαστε αυτό που η Μάργκαρετ Θάτσερ ήδη διακήρυξε: “Δεν υπάρχει εναλλακτική”.
Χρήμα
Αν αυτή είναι η πολιτική συγκρότηση του παρόντος, του νεοφιλελεύθερου σχεδίου σταθεροποίησης και της κρίση του, είναι σαφές ότι τα κινήματα αντίστασης δεν μπορούν παρά να εκφράσουν την αγανάκτησή τους, την άρνησή τους, την εξέγερσή τους. Έτσι αναδύεται η βούληση για το χτίσιμο νέων θεσμών που θα μπορούσαν να αντιστοιχούν στην κοινωνική δύναμη της συνεταιριστικής παραγωγής. Ας επιστρέψουμε έτσι στα εδάφη επί των οποίων λειτουργούν οι αντιφάσεις που έχω προσπαθήσει να διατυπώσω.
1. Αυτό που διακυβεύεται στην αντιμετώπιση του παράδοξου της παραγωγής είναι μια επιστροφή σε ένα παλιό σημείο του κομμουνιστικού προγράμματος -εκείνο της “αυτο-αξιοποίησης” των εργαζομένων και του προλεταριάτου- καθώς σταδιακά επανοικειοποιούμαστε, με αυξανόμενη σαφήνεια, το σταθερό κεφάλαιο που απασχολείται στη διαδικασία της κοινωνικής παραγωγής, ακριβώς ενάντια στον πολλαπλασιασμό των λειτουργιών αξιοποίησης-κατάληψης-ιδιωτικοποίησης που έχουν τεθεί σε κίνηση από το χρηματοοικονομικό κεφάλαιο. Αυτό που σημαίνει η επανοικειοποίηση του παγίου κεφαλαίου είναι το χτίσιμο των “κοινών” – “κοινά” οργανωμένα ενάντια στην καπιταλιστική οικειοποίηση της ζωής, “κοινά” κατανοητά ως εξέλιξη των κοινωνικών και πολιτικών “χρήσεων” ή εθίμων [usages], και ως ικανότητα για δημοκρατική και αυτόνομη διαχείριση “από τα κάτω”. Η ανακατάληψη της γνώσης και των προσόδων είναι ο στόχος που, πριν από οτιδήποτε άλλο, χαρακτηρίζει το γνωστικό προλεταριάτο. Ο στόχος αυτός είναι πολιτικός εξαρχής, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως ο αγώνας ενάντια στη μείωση του σχετικού μισθού -ό,τι η Ρόζα Λούξεμπουργκ ονόμασε “αγώνας ενάντια στον εμπορευματικό χαρακτήρα της εργατικής δύναμης, δηλαδή ενάντια στην καπιταλιστική παραγωγή στο σύνολό της”- ήταν πολιτικός για τον βιομηχανικό εργάτη. Για να παραθέσω πάλι από τη Λούξεμπουργκ, “ο αγώνας κατά της πτώσης του σχετικού μισθού δεν είναι πλέον ένας αγώνας στη βάση της εμπορευματικής οικονομίας, αλλά μια επαναστατική, ανατρεπτική επίθεση στην ύπαρξη αυτής της οικονομίας˙ είναι το σοσιαλιστικό κίνημα του προλεταριάτου”.
Υπό το φως αυτής της σημείωσης, οι εμπειρίες που είχαμε στην Ιταλία, για παράδειγμα, στη μαχητική αντιπαράθεση στο πρόσφατο δημοψήφισμα -ειδικότερα όσον αφορά το ζήτημα της διαχείρισης των υδάτων- θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και πάλι, να μελετηθούν και να επαναληφθούν, προκειμένου να επανοικειοποιηθούμε αυτό το νέο νομικό σχήμα που ονομάζεται “κοινά αγαθά”.
2. Ας επιστρέψουμε τώρα στο “παράδοξο της ιδιοκτησίας”. Αν θέλουν να αντιταχθούν ή να υπερβούν την ιδιωτική ιδιοκτησία, τα κινήματα θα πρέπει οπωσδήποτε να εμβαπτιστούν σε αυτό το αντιφατικό πλαίσιο, που απαρτίζεται σε μεγάλο βαθμό από υπηρεσίες και κοινωνικά δίκτυα, το οποίο σήμερα δομεί την παραγωγική συνεργασία. Την ίδια στιγμή, είναι ένα ζήτημα τοποθέτησης ταυτοχρόνως “μέσα και ενάντια” στους θεσμούς της δημόσιας εξουσίας. Δύο κύριες γραμμές, έτσι, συνυφαίνονται: η πρώτη θα πρέπει να αντιταχθεί στην κατασταλτική -αδρανή αλλά άγρια- λειτουργία των δημόσιων εξουσιών που έρχονται αντιμέτωπες με τους αγώνες για την επανοικειοποίηση˙ η δεύτερη πρέπει να αντιταχθεί στο ρόλο και τη δύναμη του χρήματος.
Στο πρώτο επίπεδο, η ικανότητα να έρθουμε σε ρήξη με τη νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση -για παράδειγμα, στην περίπτωση που συναντάμε τις λεγόμενες “κυβερνήσεις τεχνοκρατών”- είναι απολύτως θεμελιώδης. Έχω ήδη τονίσει το βαθμό στον οποίο αυτοί οι χαρακτηρισμοί τέτοιων κυβερνήσεων αποτελούν εμπαιγμό. Αλλά έχουμε, επίσης, συχνά συζητήσει κατά πόσον θα ήταν δυνατό να φανταστεί κανείς την εμφάνιση κάποιου είδους “δυαδικής εξουσίας”, ξεκινώντας από τις αντιπαραθέσεις τις οποίες έχουν θέσει τα κινήματα σε σχέση με το ζήτημα της δημόσιας διακυβέρνησης˙ και σήμερα το όλο πρόβλημα παραμένει άλυτο. Αμφιβάλλω, ωστόσο, ότι μπορεί να επιλυθεί με έναν καθαρά αφηρημένο τρόπο, έξω από τη διάσταση των αγώνων. Είναι σε αυτό το σημείο, ακριβώς σε σχέση με την ένταση των αγώνων που εκτυλίσσονται γύρω από το θέμα των χρήσεων [usages] των κοινών, που θα πρέπει να κάνουμε μια πρόταση: σχετικά με νέες συνταγματικές αρχές, νέα δικαιώματα και μια νέα νομιμότητα – τα κοινά, ένα παγκόσμιο εισόδημα, η άρνηση του χρέους και η χρεοκοπία, η ελευθερία των κινημάτων ανδρών και γυναικών, η συνεργατική άσκηση της γνώσης, η κοινωνική ευημερία, και η επανοικειοποίηση των νομισμάτων μας [la monnaie]. Θα επανέλθω σε όλα αυτά τα σημεία στο τέλος.
Ας έρθουμε τώρα στο δεύτερο θέμα μας: να αντιμετωπίσουμε το ζήτημα του νομίσματος ή του χρήματος, από την άποψη των κινημάτων. Είναι σαφές ότι ακόμη και αν ένα νόμισμα ως μέσο μέτρησης και ανταλλαγής θα είναι δύσκολο να εξαλειφθεί, είναι ωστόσο δυνατό να απολέσει την ικανότητά του να είναι ένα όργανο δόμησης του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας και συσσώρευσης ισχύος των εργοδοτών, εις βάρος των συμφερόντων των πραγματικών παραγωγών. Πρέπει να αμφισβητήσουμε την ανεξαρτησία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας: η ΕΚΤ θα πρέπει να υποταχθεί στην ανάγκη “της παραγωγής από και για τον άνθρωπο”, και να υποβληθεί σε ένα στρατηγικό σχέδιο επαναπροσδιορισμού του κοινωνικής βιοπολιτικής ισορροπίας. Το ζήτημα δεν είναι τόσο ο διαχωρισμός των “αποταμιευτικών τραπεζών” από τις “επενδυτικές τράπεζες” όσο το να κατευθύνουμε καταθέσεις και επενδύσεις προς την ισορροπία που θα μπορούσε να εγγυηθεί την παραγωγή του ανθρώπου για τον άνθρωπο. Αυτή είναι η μάχη που διεξάγεται από τα πιο έμπειρα [mûrs] πολιτικά κινήματα. Συνίσταται -χωρίς δισταγμούς ή πράξεις ιδεολογικής μετάνοιας- στην αμφισβήτηση και το σαμποτάρισμα της χρηματικής διακυβέρνησης της βιοεξουσίας˙ δηλαδή, στην εισαγωγή, όποτε είναι δυνατόν, διαμαρτυριών και ρήξεων εκφρασμένων με έναν ριζοσπαστικά δημοκρατικό τρόπο, από τα κάτω. Πρέπει να ξεκινήσουμε διερωτώμενοι τι θα μπορούσε να είναι ένα “κοινό νόμισμα”, και να αναπτύξουμε την υπόθεση ότι θα πρέπει να εγγυάται την κοινωνική αναπαραγωγή, την ποσότητα του εισοδήματος που είναι αναγκαία για κάθε πολίτη, καθώς και την υποστήριξη στις μορφές συνεργασίας που ανασυνθέτουν την ίδια τη δομή του καταμερισμού της εργασίας του παραγωγικού πλήθους.
3. Ας επιστρέψουμε τώρα στο τελευταίο από τα “παράδοξα”, αυτό που συνδέει το βιο-κεφάλαιο και τα σώματα των εργαζομένων. Αυτή η αντίφαση δεν μπορεί να διαλυθεί χωρίς την εξάλειψη των καπιταλιστών. Ο καπιταλιστής δεν μπορεί να αποφύγει την εκμετάλλευση του εργαζόμενου, εφόσον θέλει να αποκομίσει κέρδος, και, χωρίς ζωντανή εργασία, ούτε η παραγωγή ούτε ο πλούτος μπορούν να διατηρηθούν.
Αυτό είναι επομένως ακριβώς το πεδίο της πολιτικής. Από την πλευρά της εξουσίας του κεφαλαίου, είναι το πεδίο των αποφάσεων που πρέπει να παρθούν σχετικά με ταλαντεύσεις, με το είδος της αβεβαιότητας που βρίσκει κανείς πάντα στη μέση μιας διάβασης [gué], μια διασταύρωση που αιωρείται ανάμεσα στο φασισμό και τη δημοκρατία. Από την άλλη πλευρά, αυτό το πεδίο είναι συστατικό του συνόλου των μοναδικών και ισχυρών σωμάτων-μηχανών, στην πρακτική της ταξικής πάλης. Για όλα αυτά τα σώματα, το να συμμετάσχουν στην πολιτική σημαίνει να συγκροτήσουν το πλήθος “θεσμικά”, δηλαδή με τρόπο που στρέφει τις μοναδικότητες από τη μοναξιά τους και τις τοποθετεί, τις εγκαθιστά, στο πλήθος – με λίγα λόγια: μετατροπή της κοινωνικής εμπειρίας του πλήθους σε πολιτικό όργανο.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα σύγχρονα κινήματα απαιτούν, με ολοένα και πιο ορμητικό τρόπο, να υπερβούμε το συνταγματικό μοντέλο της νεωτερικότητας του δέκατου όγδοου, του δέκατου ένατου και του εικοστού αιώνα – δηλαδή, το συνταγματικό μοντέλο που εξαλείφει κάθε ίχνος συντακτικής εξουσίας μόλις η επαναστατική φάση λήξει.
Με έναν πιο ρεαλιστικό τρόπο, πρέπει, σήμερα, να επιβεβαιώσουμε το αντίθετο: ότι η συντακτική εξουσία δεν μπορεί να περιφραχτεί μέσα σε μια ανακατασκευή του Ενός της [συγκροτημένης] εξουσίας. Κανείς δεν εξεγείρεται προκειμένου να καταλάβει την εξουσία, αλλά για να διατηρηθεί η ανοιχτότητα της διαδικασίας της αντι-εξουσίας, και να αψηφήσει τα όργανα της αιχμαλωσίας που ουδέποτε η καπιταλιστική μηχανή έχει παύσει να εφεύρει. Η εμπειρία των αγώνων μάς έχει διδάξει ότι η πολιτική αντιπροσώπευση τελειώνει πάντα με είσοδο σε κρίση: συρόμενη μέσα στο μηχανισμό της κυριαρχίας, διυλισμένη μέσω της μαγικής και δυσώδους εκλογικής αλχημείας που γνωρίζουμε τόσο καλά, ποτέ δεν καταφέρνει να είναι αντάξια της διαρκώς ανανεωμένης αλήθειας και του πλούτου της κοινωνικής σύνθεσης της εργατικής τάξης.
Από την άνοιξη του 2011, κάθε κίνημα έχει εκφράσει τη βούλησή του για μια συγκρουσιακή “αντι-δημοκρατία”, η οποία θα διασχίζεται από διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις, από αντιστάσεις και αγανάκτηση – γιατί δεν μπορούμε πλέον να ανεχόμαστε τον “κανονιστικό” συνταγματισμό! Αυτά τα κινήματα εκθέτουν το αίτημά τους για βιοπολιτικές δημοκρατικές συγκροτήσεις που δεν μετατρέπονται αμέσως, παίζοντας με τη νομιμότητα και τη νομική τυπικότητα, σε μηχανισμούς καταπίεσης, αλλά αντίθετα μπορούν να λειτουργούν μέσω μιας επένδυσης των “κοινών χρημάτων” [argent commun], έτσι ώστε συνεχώς να εξισορροπούν τις κοινωνικές σχέσεις, και να τοποθετούν τους φτωχούς στη θέση των πλουσίων – δημιουργώντας, εν ολίγοις, μια νέα ζωή, επινοημένη από τον άνθρωπο στην υπηρεσία του ανθρώπου.
Πρέπει να το επιβεβαιώσουμε ξεκάθαρα εδώ: ανεξάρτητα από το τι λέει κάθε βραβευμένος με Νόμπελ στα οικονομικά, η ανάπτυξη της παραγωγικότητας μπορεί να επιτευχθεί μόνο σε μια ελεύθερη και ισότιμη κοινωνία, μια κοινωνία “άρνησης της εργασίας” [travail] – αν με τον όρο “εργασία” καταλαβαίνουμε ό,τι έχει μέχρι τώρα αντιπροσωπεύσει: δουλική εργασία, μισθωτή εργασία. Πρέπει να ελευθερώσουμε την εργασία από τις ιστορικές μορφές στις οποίες έχει περιφραχτεί.
Αγώνες
Όσο περισσότερο η κρίση προχωράει και τα κινήματα ωριμάζουν, τόσο περισσότερο αισθάνεται κανείς ότι κάτι καθοριστικό παράγεται στη συνείδηση των εργαζομένων. Είναι μάλλον κοινότοπο να δηλώσω ότι ο εικοστός αιώνας έχει τελειώσει, ιδίως όταν η φράση αυτή χρησιμεύει για να σβήσει την ανάμνηση των καταπληκτικών εμπειριών και πειραμάτων των εργατικών αγώνων και των προσπαθειών για το χτίσιμο μιας νέας κοινωνίας, που διέσχισαν αυτόν τον αιώνα. Το γεγονός ότι αυτές οι προσπάθειες απέτυχαν -όχι εν μία νυκτί, αλλά, ακριβώς, κατά τη διάρκεια του αιώνα- με τίποτα δεν σημαίνει ότι το δυναμικό τους έχει εξαντληθεί. Αντιθέτως, ο “γερο-τυφλοπόντικας” εξακολουθεί να σκάβει προς την ελπίδα. Πρέπει, λοιπόν, να ανακτήσουμε τη σοσιαλιστική εμπειρία; Ναι, αλλά με την προϋπόθεση ότι θα την εισάγουμε σε μια νέα θεωρία, και σε μια νέα στρατηγική… Αυτό κάνουν τα νέα κινήματα σήμερα.
Ας στρέψουμε τώρα την προσοχή μας σε αυτό που κάνουν τα κινήματα που μάχονται μέσα και ενάντια στην κρίση. Είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο θα είμαστε σε θέση να μελετήσουμε τις διαδικασίες υποκειμενοποίησης που αναδύονται από αυτό το πλαίσιο, και να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε ποιες συνθήκες επιτρέπουν, και ποιες παρεμποδίζουν, μια πολιτική των κοινών.
Πρώτα απ’ όλα, η συστηματική προσφυγή σε συνταγματικές μεταρρυθμίσεις που προτείνονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο σίγουρα παίζει το ρόλο ενός εμποδίου εδώ. Αυτό που ενδιαφέρει τα κινήματα, αντιθέτως, είναι το ερώτημα τι πολιτικές δράσεις μπορούν να ευνοήσουν τις διαδικασίες υποκειμενοποίησης που είναι προσαρμοσμένες σε ένα νέο ανατρεπτικό και κομμουνιστικό σχέδιο.
Έτσι, όταν εξετάζουμε τα κινήματα, μπορούμε να εντοπίσουμε μια πρώτη ομάδα δράσεων που μπορούν να ομαδοποιηθούν υπό ένα κοινό σήμα: χρεοκοπία. Αυτοί οι αγώνες κατά του χρέους, υπέρ ενός εισοδήματος του πολίτη [revenu de citoyenneté] συνεχίζουν τους παλιούς αγώνες για τον σχετικό μισθό και γίνονται επαναστατικοί αγώνες, στο βαθμό που θέτουν σε αμφισβήτηση το μέτρο της εργασίας. Στο ίδιο πεδίο, θα βρούμε ολόκληρη σειρά από πειραματισμούς και εγχειρήματα για τη συγκρότηση μιας θεωρίας και πρακτικής της “επισφαλούς απεργίας”: πρόκειται για ένα ζήτημα κατανόησης του ποιοι αγώνες είναι σε θέση να “πληγώσουν” το αφεντικό στις νέες συνθήκες της κοινωνικής εκμετάλλευσης, που καθορίζονται από την κατάσταση επισφάλειας που έχει επιβληθεί στους εργαζόμενους. Οι αγώνες που κατακτούν χώρους, πλατείες, θέατρα, κοινωνικά κέντρα και κτίρια, και τα μετατρέπουν σε τόπους οργάνωσης, ανήκουν πλήρως σε αυτή την κατηγορία, όπως και οι αγώνες που προσπαθούν να μπλοκάρουν τον εφοδιασμό της εμπορευματικής ανταλλαγής, η οποία ποτέ δεν ήταν τόσο κομβική για τις διαδικασίες της κοινωνικής συσσώρευσης όπως είναι σήμερα. Το ίδιο ισχύει και για τους αγώνες που εμποδίζουν τα “μεγάλα έργα δημοσίου συμφέροντος” [grands travaux d’intérêt public], τα οποία δεν έχουν τίποτα δημόσιο εκτός από την τεράστια καταστροφική δύναμη που σπέρνουν στην αστική (urban) και οικολογική ισορροπία, και τα οποία χρησιμεύουν μόνο για να διευκολύνουν τη διαφθορά και το ιδιωτικό κέρδος.
Αλλά, ακόμη πιο υποδειγματικές, αν είναι δυνατόν, είναι οι πρωτοβουλίες που πετυχαίνουν να επανιδιοποιηθούμε ή/και να διαχειριστούμε από κοινού τους θεμελιώδεις δεσμούς της πρόνοιας, της εκπαίδευσης, της στέγασης, και ούτω καθεξής. Στην περίπτωση αυτή, ο αγώνας είναι πέρα από τον άμεσο ή /και έμμεσο μισθό των εργαζομένων, ενσωματώνοντας σε αυτόν όχι μόνο τη χρηματική ποσότητα αλλά επίσης την κοινωνική ποιότητα.
Το δεύτερο πεδίο στο οποίο βρίσκονται οι αγώνες μας είναι αυτό της καθαίρεσης [celui des destitutions]. Πρόκειται για το ζήτημα της παύσης των διαύλων της καπιταλιστικής διοίκησης. Υπό το νεοφιλελευθερισμό, το κοινωνικό και νομικό χάος έχει καταλήξει να θεωρείται φυσιολογικό. Να πάρουμε αυτό το χάος πάνω μας, μετατρέποντας τη διακυβέρνηση από στιγμή δικαστικού αγώνα σε στιγμή αντι-εξουσίας: αυτό είναι που κάθε δύναμη αντίστασης στο νεοφιλελευθερισμό θα πρέπει να προσπαθεί να κάνει. Είδαμε, στη Λατινική Αμερική, παραδείγματα επαναστατικών κινημάτων που, για πολύ καιρό τώρα, έχουν φτιάξει, και τελικά υπαγορεύσει, το πρόγραμμα των κυβερνήσεών τους. Δεν θα είναι εύκολο να επαναλάβουμε αυτή την εμπειρία στην Ευρώπη αλλά πρέπει τουλάχιστον να επιχειρηθεί, χωρίς ωστόσο να πιστεύουμε ότι αυτή η ικανότητα για ρήξη μπορεί να παγιωθεί με τη μορφή ενός σταθερού μηχανισμού της αντι-εξουσίας. Το έργο της καθαίρεσης [l’effet destituant], εδώ, εξακολουθεί να υπερέχει σε σχέση με τη συντακτική διάσταση.
Κάποιοι τώρα θα αντιτάξουν ότι αυτά τα κινήματα είναι άχρηστα, και ίσως ακόμη και επικίνδυνα, αφού οι εξεγέρσεις και οι αναταραχές δεν δημιουργούν θεσμούς. Αλλά αυτοί οι λόγοι είναι ανέντιμοι -όταν δεν είναι ανοιχτά προβοκατόρικοι- αν σιωπηρά υποστηρίζουν ότι οι εξεγέρσεις και οι αναταραχές δεν μπορούν να δημιουργήσουν θεσμούς: για άλλη μια φορά, το ότι αυτό δεν συμβαίνει σήμερα στην πραγματικότητα είναι γιατί απλώς εξακολουθεί το έργο της καθαίρεσης που είναι προπαιδευτικό και δεσπόζον. Δεν σημαίνει ότι είναι ανίκανα να το κάνουν.
Αυτά τα πεδία έρευνας και αγώνα έχουν εντοπιστεί, κυρίως, σε αστικό (urban) επίπεδο, στις μητροπόλεις. Ενώ, κατά το παρελθόν, ήταν το εργοστάσιο που συγκέντρωνε την οργάνωση της εργασίας, σήμερα είναι η μητρόπολη που είναι επιφορτισμένη με αυτό το έργο: είναι η μητρόπολη που συγκεντρώνει τα δίκτυα της συνεταιριστικής εργασίας, είτε γνωστικής είτε όχι, και που, μέσω των επαφών που επιτρέπει, επιτείνει το βαθμό της έντασης και της συγχώνευσης της παραγωγής και του αγώνα. Έτσι, στο μητροπολιτικό έδαφος, βρίσκουμε όλο και περισσότερες περιοχές συνάντησης, μαχητικότητας και οργάνωσης της υλικής και άυλης εργασίας, εργασίας και μη εργασίας, πολιτισμού και πολιτισμών (λόγω κυρίως των μεταναστών) σε διαδικασία για να καταστούν οργανωμένες – εν ολίγοις: περιοχές όπου ο αγώνας είναι οργανωμένος, και όπου τα προϊόντα της γενικής διάνοιας έχουν επανοικειοποιηθεί. Είναι, λοιπόν, δυνατό να αρχίσουμε να δημιουργούμε θεσμούς αυτοδιαχείρισης που θα μπορούσαν να θέσουν τις μορφές μιας “νέας αμοιβαιότητας” στην εργασία, νέες μορφές κοινωνικής προστασίας [tutelle] για να προστατευτούμε από τις πιο βίαιες συνέπειες της κρίσης; Σε πολλές περιπτώσεις, αυτό είναι πράγματι που έχει συμβεί. Και, επιπλέον, παράλληλα με αυτά τα στοιχεία ανοίγματος τα οποία θα μπορούσαμε να ορίσουμε ως “εντατικά” (δηλαδή, στραμμένα προς το εσωτερικό του κοινωνικού ιστού), θα πρέπει επίσης να πειραματιστούμε με μια “επεκτατική” διάταξη, ένα εκτεταμένο άνοιγμα: μόνο η αλληλουχία και η συνάρθρωση των κινητοποιήσεων των διαφόρων ευρωπαϊκών χωρών μπορεί να επιφέρει μια πραγματική και διαρκή επίδραση στην πολιτική κρίση που βιώνουμε σήμερα.
Τέλος, κομμουνιστικοποιήσεις. Αυτό συμβαίνει όπου οι συντακτικές πρωτοβουλίες μπαίνουν στο παιχνίδι. Στην Ιταλία, για παράδειγμα, τα κινήματα έχουν προσπαθήσει να πάνε προς αυτή την κατεύθυνση. Από το δημόσιο στα κοινά: το μονοπάτι είναι αυτό που επιβεβαιώνει το δικαίωμα πρόσβασης στα κοινά, που επιχειρεί να πραγματοποιήσει αυτή την επιθυμία για τα κοινά που βρίσκεται τώρα στις καρδιές των εργαζομένων. Να καταστούν κοινόχρηστα σημαίνει δημιουργία νέων θεσμών των κοινών, και ειδικότερα του “κοινού νομίσματος” που θα επιτρέπει στους πολίτες να παράγουν σε συνθήκες πλήρους ελευθερίας, και με σεβασμό στην αλληλεγγύη.
Μετά από όλα αυτά, η εναλλακτική φαίνεται προφανής. Από τη μια πλευρά, υπάρχει αιχμαλωτισμένη βιο-αξία, αξία που το κεφάλαιο έχει αποσπάσει από την κοινωνία ως σύνολο, και υπάρχει επίσης η χρηματική της μορφή, η δόμησή της, κατανοητή πλήρως από την άποψη της εκμετάλλευσης της κοινωνίας. Από την άλλη πλευρά, η επαναστατική προσπάθεια να απελευθερώσει το δυναμικό [puissance] της εργατικής δύναμης από την καπιταλιστική κυριαρχία, και να επιβάλει την ισότητα ως προϋπόθεση της ελευθερίας.
Θέτοντας όλα αυτά τα στοιχεία, και ιδιαίτερα εκείνα που αφορούν το νόμισμα, έχουμε επανέλθει στο ερώτημα με το οποίο ξεκινήσαμε: τι πρέπει να γίνει σχετικά με την Ευρώπη; Ή μάλλον: πώς θα πρέπει να δρουν τα κινήματα σε σχέση με την Ευρώπη; Φαίνεται απολύτως σαφές για μένα ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι αναγκαία και μη αναστρέψιμη. Μια πολιτική πορεία που στερείται ηπειρωτικών διαστάσεων εν μέσω παγκοσμιοποίησης είναι αδύνατη. Μερικές φορές τα κινήματα φαίνεται να το αγνοούν αυτό. Είναι, επομένως, απαραίτητο να δημιουργήσουμε νέα μοντέλα αλληλεγγύης, νέα εγχειρήματα σύνδεσης, τα οποία θα μπορούσαν να συναρμολογήσουν και να υπερνικήσουν τις διαφορές μεταξύ των διαφόρων κατακερματισμένων γεωγραφικών περιοχών – δεν σκέφτομαι ακριβώς τα παλιά έθνη-κράτη εδώ, αλλά τις πολύ διαφορετικές ιστορίες των σύγχρονων κινημάτων. Ο επείγων χαρακτήρας των αγώνων το απαιτεί, ειδικά όταν το θέμα της συντακτικής εξουσίας γίνεται κομβικό. Για την εκπλήρωση του σκοπού αυτού, θα πρέπει επομένως να αναπτύξουμε μια συνεχή διερεύνηση ή πρόγραμμα έρευνας, που θα αποφεύγει το θεσμικό ευρωπαϊκό ημερολόγιο και τις εκλογικές εκστρατείες που πάντα μας προσφέρονται. Το κομβικό σημείο της συζήτησης σήμερα συνίσταται χωρίς αμφιβολία στο να καταλήξουμε σε δράσεις ενάντια στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, καθόσον στην Ευρώπη σήμερα είναι η ΕΚΤ που ενσαρκώνει, με τον δικό της τρόπο, τα Χειμερινά Ανάκτορα.
Μετάφραση: Δ.Κ.
Δημοσιεύτηκε στο Radical Philosophy
Leave a Reply
You must be logged in to post a comment.