του Αντώνη Αγγελή
Το βράδυ της 6ης Δεκεμβρίου του 2008 στα Εξάρχεια ο δεκαπεντάχρονος μαθητής Αλέξης Γρηγορόπουλος από την «τυχαία εκπυρσοκρότηση» του όπλου του αστυνομικού, που περιπολούσε στην περιοχή των Εξαρχείων, πέφτει νεκρός. Ένας πολίτης με την κάμερα του κινητού του τηλεφώνου καταγράφει τη σκηνή της δολοφονίας και το βίντεο μέσα σε λίγη ώρα γνωστοποιεί το συμβάν σε ολόκληρη την Ελληνική κοινωνία μέσα από το διαδίκτυο και τα έκτακτα δελτία ειδήσεων. Το τραγικό γεγονός οδηγεί έναν πολύ μεγάλο αριθμό πολιτών να ξεχυθεί στους δρόμους της πρωτεύουσας και των επαρχιών διαδηλώνοντας την οργή του ενάντια σε κάθε μορφή εξουσίας. Οι βιτρίνες των μεγάλων κυρίως, εμπορικών καταστημάτων καταρρέουν, οι παχιές θωρακισμένες τζαμαρίες των τραπεζών ξεχύνονται κι αυτές στους δρόμους μαζί με τους διαδηλωτές και τα κρατικά κτήρια γίνονται ο κύριος στόχος των συγκεντρώσεων διαμαρτυρίας.
Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια της έκρυθμης κατάστασης, της θολής και αποπνικτικής από τα δακρυγόνα και τις μολότοφ ατμόσφαιρας, η εξέγερση του Δεκέμβρη είχε αρχίσει. Οι καθημερινές διαδηλώσεις, οι επιθέσεις στα σύμβολα εξουσίας, οι γεμάτοι διαδηλωτές δρόμοι, οι φωτιές, τα οδοφράγματα και τα κατεστραμμένα κτήρια αναδείκνυαν την ανάγκη εκδήλωσης μιας αντίστασης χωρικά εγγεγραμμένης απέναντι σε μια χωρικά εγγεγραμμένη εξουσία.
Η εξέγερση ως ένα κοινωνικό-χωρικό γεγονός εντάσσεται μέσα σε μια ευρύτερη προβληματική γύρω από τις χωρικές σχέσεις εξουσίας και αντίστασης. Ο χώρος της πόλης και στη συγκεκριμένη περίπτωση της εξεγερμένης πόλης συνιστά έναν κατεξοχήν «αμφισβητούμενο-ακαθόριστο χώρο» και συνεπώς έναν προνομιακό τόπο μελέτης της συγκρότησης της χωρικότητας των σχέσεων εξουσίας και αντίστασης. Σ’ αυτή τη βάση των «αμφισβητούμενων και ακαθόριστων χώρων», ιδίως στα πλαίσια μιας εξέγερσης, οι περιοχές στο εσωτερικό μιας πόλης (κτήρια, δρόμοι, γειτονιές) ή και η ίδια η πόλη ως ολότητα, οι πρακτικές που εισάγουν στους χώρους τα δρώντα υποκείμενα και οι ταυτότητες που υιοθετούν, αποτελούν πεδία εκδήλωσης κοινωνικών συγκρούσεων με στόχο τον έλεγχο, τη χρήση, τη διαχείριση και την οικειοποίησή τους. Kάτι τέτοιο πιστοποιεί σαφώς πως οι χώροι της πόλης, όπως υποστηρίζει η Massey (1999), βρίσκονται σε μια διαρκή διαδικασία γίγνεσθαι και αυτή ακριβώς η ενδεχομενικότητα και πολλαπλότητα των χώρων και των χρήσεών τους μετασχηματίζει την πόλη σε ένα σκηνικό πιθανών χώρων, πρακτικών και ταυτοτήτων και στη συγκεκριμένη περίπτωση σε ένα εξεγερσιακό σκηνικό.
Σ’ αυτό το εξεγερσιακό σκηνικό οι χωρικότητες της αντίστασης βρίσκονται σε μια περίπλοκη αλληλόδραση με τις χωρικότητες της εξουσίας. Σύμφωνα άλλωστε με τον Πιλ «οι τακτικές της αντίστασης έχουν τουλάχιστον δύο επιφάνειες: η μία κοιτάζει προς τη γεωγραφία της εξουσίας και η άλλη προς το ακαθόριστο, το αόρατο, το ασυνείδητο, τις επιθυμίες, τις απολαύσεις, τους φόβους, το θυμό και τις ελπίδες» (Pile, 1997: 16). Με αυτή την έννοια οι χώροι της αντίστασης δεν έρχονται σε μια κατά μέτωπο αντιπαράθεση με αυτούς της εξουσίας, ούτε όμως διαχωρίζονται με σαφήνεια απ’ αυτούς. Προκύπτει λοιπόν μια ακαθόριστη αλληλόδραση ανάμεσα στους τ(ρ)όπους εξουσίας και τους τ(ρ)όπους αντίστασης, που εγγράφεται χαρακτηριστικά και λειτουργεί καθοριστικά μέσα στο εξεγερσιακό σκηνικό της πόλης.
Στις 6 Δεκεμβρίου 2008 λοιπόν, όποια πόλη κι αν επισκεπτόταν κανείς, θα διαπίστωνε μια εύρυθμη κινητικότητα μέσα από τις καθημερινές πρακτικές των κατοίκων, που κατεβαίνουν στο κέντρο της πόλης για να εξυπηρετηθούν από τις δημόσιες υπηρεσίες, να συναλλαχθούν με τις τράπεζες και με αφορμή τους επικείμενους εορτασμούς για τη γέννηση του μικρού Χριστού να κάνουν τις πρώτες τους αγορές. Την επόμενη μέρα τα κέντρα των περισσότερων πόλεων και πάλι έσφυζαν από ζωή, αυτή τη φορά όμως με αφορμή το θάνατο και πιο συγκεκριμένα τη δολοφονία του 15χρονου Αλέξη Γρηγορόπουλου, γεγονός που μετέτρεψε την προηγούμενη εύρυθμη κινητικότητα της καθημερινότητας σε μια καθημερινή, έκρυθμη κινητοποίηση. Αυτή η έκρυθμη κινητοποίηση αποτυπώθηκε στα καμένα και σπασμένα κτίρια των δημόσιων υπηρεσιών, των τραπεζών και των καταστημάτων.
Την περίοδο εκείνη γινόταν τουλάχιστον μία διαδήλωση καθημερινά. Σε καθεμία από αυτές τις διαδηλώσεις το πλήθος των διαδηλωτών συγκεντρωνόταν και πορευόταν κρατώντας πανό και φωνάζοντας συνθήματα κατά της κρατικής εξουσίας, της κρατικής βίας και αυθαιρεσίας, κατά της οικονομικής και καπιταλιστικής εξουσίας, της εργασιακής εκμετάλλευσης, της ανεργίας, του οικονομικού αδιεξόδου κοκ. Αυτές οι συνθηματολογικές αποτυπώσεις της αντίδρασης απέναντι στις ποικίλες μορφές εξουσίας σπάνια έμεναν μόνο στο φραστικό επίπεδο. Κάθε φορά που το σώμα των διαδηλωτών βρισκόταν μπροστά από κάποια τράπεζα, κάποιο μεγάλο εμπορικό κατάστημα ή κάποιο κτήριο δημόσιας διοίκησης, η ένταση κλιμακωνόταν, σα να εντόπιζαν στους τόπους αυτούς την εξουσία, για την οποία φώναζαν λίγο πριν. Έτσι η αντίδραση απέναντι στην εξουσία περνούσε από το λόγο στην πράξη. Όταν οι βιτρίνες των καταστημάτων και οι τζαμαρίες των δημόσιων και ιδιωτικών κτηρίων δεν κατέρρεαν από τις πέτρες, που εκσφενδονίζονταν από το πλήθος και από κάθε μεριά, κατέρρεαν από τους λοστούς, τα ξύλα ή οποιοδήποτε άλλο μέσο χρησιμοποιούσαν οι διαδηλωτές.
Μέσα στα πλαίσια αυτών των επιθέσεων στους τόπους εξουσίας, δημόσια κτήρια δέχτηκαν αλλεπάλληλες επιθέσεις από τους διαδηλωτές με πέτρες λοστούς και μολότοφ, όπως και οι τράπεζες και τα μεγάλα εμπορικά καταστήματα. Αυτή η εικόνα, που επαναλαμβανόταν τακτικά, σχεδόν καθημερινά, την περίοδο των εξεγέρσεων του Δεκέμβρη και που ήταν η κυρίαρχη εικόνα των περισσότερων, αν όχι όλων των ελληνικών πόλεων, αναδείκνυε μια γενικευμένη αντίδραση απέναντι στην εξουσία. Ποια εξουσία όμως; Και εδώ έγκειται ο προβληματισμός. Πώς δηλαδή μέσα από τις πρακτικές αντίστασης και συγκεκριμένα των επιθέσεων σε πολύ συγκεκριμένους τόπους αναπαρίσταται, νοηματοδοτείται, προσλαμβάνεται και εντοπίζεται η εξουσία και οι μορφές της;
Ένα κρατικό κτήριο είναι ένα κτήριο-σύμβολο της τοπικής και κατ’ επέκταση της κρατικής εξουσίας. Οι τράπεζες και τα μεγάλα εμπορικά καταστήματα από την άλλη αποτελούν σύμβολα της οικονομικής και γενικότερα καπιταλιστικής εξουσίας. Μέσα στα πλαίσια των εξεγέρσεων του Δεκέμβρη αυτοί οι συγκεκριμένοι τόποι-σύμβολα εξουσίας δέχτηκαν επανειλημμένα τις επιθέσεις των διαδηλωτών. Κάθε επίθεση όμως σε έναν τόπο-σύμβολο σηματοδοτούσε ή μάλλον προμήνυε και την επίθεση στα υπόλοιπα σύμβολα εξουσίας και το αντίστροφο, σα μια αλυσιδωτή αντίδραση, που με φυσική νομοτέλεια επέβαλε την αναπόφευκτη, ταυτόχρονη κατάρρευση όλων των συμβόλων εξουσίας.
Το αξιοσημείωτο, βέβαια, σ’ αυτές τις πρακτικές της εξέγερσης είναι όχι τόσο αυτές οι ίδιες οι πρακτικές αλλά οι ρητορικές που τις συνοδεύουν. Οι περισσότεροι λοιπόν αν όχι όλοι, συμμετέχοντες και μη, διαπίστωναν πως οι τόποι αυτοί ως σύμβολα εξουσίας ήταν αναμενόμενο ακόμη και απαραίτητο να γίνουν στόχος επιθέσεων. Η σύγκλιση των διάφορων αφηγήσεων, παρά τις ιδεολογικοπολιτικές τους αποκλίσεις, εκκινεί από δύο βασικές παραδοχές. Η πρώτη είναι, ότι υπάρχουν τόποι μέσα σε μια πόλη που γίνονται αντιληπτοί ως τόποι εξουσίας και μάλιστα ως σύμβολα εξουσίας και η δεύτερη, ότι ένας τόπος εξουσίας ταυτίζεται άμεσα με όλους τους άλλους, όπως για παράδειγμα οι τράπεζες, τα μεγάλα εμπορικά καταστήματα, τα κτήρια δημόσιας διοίκησης κτλ. Στο πεδίο της εξέγερσης, λοιπόν τόσο οι πρακτικές όσο και οι ρητορικές εντόπισαν στον καθέναν από τους τόπους αυτούς χωριστά «μια τέτοια εξουσία», που μπορεί να συμπεριλαμβάνει ταυτόχρονα τόσο την τοπική-κρατική όσο και την οικονομική-καπιταλιστική εξουσία αλλά και τις επιμέρους εκφάνσεις τους.
Στο σημείο αυτό όμως εγείρονται αντιρρήσεις και προβληματισμοί για το πώς τα δρώντα υποκείμενα νοηματοδοτούν τους τόπους αυτούς και πως αντιλαμβάνονται και προσλαμβάνουν την εξουσία, που αυτοί συμβολίζουν. Σίγουρα, ο καθένας διαφορετικά. Το γεγονός ότι ένας τόπος μπορεί να αποτελεί σύμβολο της κρατικής ή της καπιταλιστικής εξουσίας, αυτό δε δηλώνει a priori ότι το κάθε υποκείμενο αντιλαμβάνεται τις μορφές αυτές εξουσίας, και συνεπώς νοηματοδοτεί και τον τόπο τους, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Αν λοιπόν για κάποιον η νομαρχία είναι ένα σύμβολο της τοπικής και κρατικής εξουσίας, την οποία εξουσία, με βάση την εμπειρική του γνώση ως εργαζόμενου στη νομαρχία, για παράδειγμα, εντοπίζει στη σχέση εργαζόμενου-εργοδότη καθώς και στις πρακτικές της γραφειοκρατικής δοσοληψίας των πολιτών με το κράτος για την εξυπηρέτησή τους, αυτό δε σημαίνει ότι για όλους τους άλλους ισχύει ακριβώς το ίδιο.
Ωστόσο, αυτή ακριβώς η πολυφωνία και η πολυπρισματική θέαση της εξουσίας αναδείχθηκε και μέσα από τις διαδηλώσεις του Δεκέμβρη του 2008. Στο πλήθος των εξεγερμένων μπορούσε κανείς να διακρίνει ντόπιους κατοίκους, αλλοδαπούς, εργαζόμενους και ανέργους, παιδιά και γονείς, φοιτητές, αναρχικούς και κομμουνιστές, πολίτες κυρίως από την κατώτερη και μεσαία κοινωνική τάξη να αντιστέκονται ο καθένας για τους δικούς του λόγους και με τους δικούς του τρόπους ενάντια στις διάφορες και διαφορετικές πτυχές της κρατικής και καπιταλιστικής εξουσίας. Μέσα από το πλήθος των δρώντων υποκειμένων αναδείχθηκε ένα πλήθος νοηματοδοτήσεων των τόπων και της εξουσίας, που αυτοί συμβολίζουν. Όταν λοιπόν η πέτρα, που στόχευε το κτήριο της νομαρχίας, έφευγε από το χέρι κάποιου αλλοδαπού, αυτό ήταν μια πράξη αντίστασης απέναντι σε μια κρατική εξουσία, που εντοπίζεται στον κοινωνικό αποκλεισμό, την περιθωριοποίηση, την εργασιακή και οικονομική εκμετάλλευσή του κοκ. Αντίστοιχα, όταν η ρίψη της πέτρας ξεκινούσε από το χέρι ενός εργαζόμενου ή ενός ανέργου, ήταν μια πράξη αντίστασης σε μια κρατική εξουσία, που εντοπίζεται στην επιβολή φόρων, την αύξηση των τιμών, τη μείωση των εσόδων, το οικονομικό αδιέξοδο, την με κάθε μέσο εξυπηρέτηση του κεφαλαίου κοκ.
Το κάθε άτομο λοιπόν προσλαμβάνει, νοηματοδοτεί και εντοπίζει το κράτος και την εξουσία του μέσα από πολύ συγκεκριμένες πρακτικές, θεσμούς και σύμβολα, ενώ επίσης στις σύγχρονες κοινωνίες του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού είναι «αναμενόμενο» η κρατική εξουσία να είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την καπιταλιστική-οικονομική εξουσία. Έτσι, οι νομαρχίες και τα υπόλοιπα κτήρια δημόσιας διοίκησης, οι τράπεζες και τα μεγάλα εμπορικά καταστήματα είναι πολύ συγκεκριμένα σύμβολα της εξουσίας ενός νεοφιλελεύθερου, καπιταλιστικού κράτους, τα οποία στηρίζουν πολύ συγκεκριμένους θεσμούς, με τους οποίους τα υποκείμενα έρχονται σε επαφή μέσα από τις καθημερινές πρακτικές, της υποχρεωτικής γραφειοκρατίας για τη διευθέτηση των διάφορων υποθέσεών τους, των χρηματικών συναλλαγών τους, της κάλυψης των καταναλωτικών αναγκών τους κοκ.
Συνεπώς, οι άπειρες αυτές πρακτικές και οι λόγοι, που πλαισιώνουν έναν τόπο, στοιχειοθετούν και τις άπειρες νοηματοδοτήσεις, που μπορεί να λάβει η εξουσία του τόπου αυτού. Όπως όμως επισημαίνει ο Ζίζεκ: «Πίσω από την ποικιλία των πρακτικών, των λόγων κοκ. ανθίζει μια αφηρημένη συμβολική διάσταση της εξουσίας, στην οποία και αναφέρονται αυτές οι πρακτικές και οι λόγοι» (Zizek, 1999: 66). Στη συγκεκριμένη περίπτωση λοιπόν, μπορεί τα κρατικά κτήρια, οι τράπεζες και τα καταστήματα να πλαισιώνονται και να νοηματοδοτούνται μέσα από διαφορετικές πρακτικές και λόγους, ωστόσο, οι νοηματοδοτήσεις αυτές επιβεβαιώνουν απλώς τις πολλαπλές διαστάσεις μιας κοινής, αφηρημένης εξουσίας, της εξουσίας του νεοφιλελεύθερου, καπιταλιστικού κράτους.
Οι επιθέσεις λοιπόν των διαδηλωτών στους συγκεκριμένους τόπους ήταν μια συμβολική πρακτική αντίστασης απέναντι σε μια τέτοια εξουσία, αφηρημένη, ανοιχτή και ακαθόριστη (Newman, 2004). Αυτά τα χαρακτηριστικά της εξουσίας είναι που εμπόδιζαν, εμποδίζουν και θα συνεχίσουν να εμποδίζουν τους περισσότερους να αντιληφθούν πως μέσα από τα απομεινάρια της κατεστραμμένης υλικής πραγματικότητας των τόπων αυτών, αποτυπώνεται μία συμβολική αντίσταση, ένας συμβολικός πόλεμος, που έχει ξεκινήσει η ίδια η εξουσία.
Πράγματι, υπάρχουν πολλοί που υποστηρίζουν, ότι το να σπάσεις ή να κάψεις ένα σύμβολο εξουσίας, δεν πλήττει την ίδια την εξουσία. Για την ακρίβεια, όλοι μας το υποστηρίζουμε αυτό. Ωστόσο, το οξύμωρο στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι, ότι εξίσου όλοι θεωρούμε αυτές τις επιθέσεις, άλλοι υποχρεωτικές, και άλλοι αναμενόμενες, μέσα στα πλαίσια μιας εξέγερσης. Τι μας ωθεί σε μια τέτοια αντιφατικότητα; Η προφανής, αλλά προφανώς, λάθος απάντηση είναι η σύνδεση των επιθέσεων με συγκεκριμένες ιδεολογίες και ακτιβιστικές πρακτικές. Στην πραγματικότητα, η εξουσία (κρατική-καπιταλιστική) είναι αυτή που γεννά τις προϋποθέσεις για τις πραγματώσεις της αντίστασης.
Η εξουσία είναι μια απόλυτα γενική και αφηρημένη έννοια, ενώ οι τόποι αυτοί καθ’ αυτοί κάτι πάρα πολύ συγκεκριμένο. Επειδή λοιπόν γίνεται αντιληπτή ως μια τέτοια αφηρημένη έννοια, που μπορεί να συμπεριλάβει άπειρες μορφές, όπως για παράδειγμα το καπιταλιστικό σύστημα, το κράτος, την καταπίεση, τα ανθρώπινα δικαιώματα, την οικονομική εκμετάλλευση, την ανεργία, την εκμετάλλευση του τρίτου κόσμου κοκ. δεν μπορεί να βρει απόλυτη αντιπροσώπευση και να συμβολοποιηθεί απόλυτα μέσα από έναν απόλυτα συγκεκριμένο τόπο. Ωστόσο, προκειμένου να πραγματοποιηθεί μία συμβολική αντίσταση εναντίον της εξουσίας, καθίσταται απαραίτητη η σύμπραξη και η συμμετοχή τόσο της υλικής πραγματικότητας όσο και του αφηρημένου εννοιολογικού επιπέδου. Έτσι, στην εξέγερση του Δεκέμβρη οι διαδηλωτές, κάθε φορά που βρίσκονταν μπροστά από κτήρια δημόσιας διοίκησης, τράπεζες και μεγάλα εμπορικά καταστήματα, χρησιμοποιούσαν την υλικότητα των τόπων αυτών για να πραγματοποιήσουν μια συμβολική αντίσταση απέναντι στις εκφάνσεις της αφηρημένης έννοιας της εξουσίας, εναντίον της οποίας και διαδήλωναν. Σύμφωνα άλλωστε με τον Άλλεν «τα οικονομικά κέντρα, οι κυβερνητικοί θεσμοί, τα σύμβολα, οι τεχνολογίες κτλ δεν είναι η εξουσία αυτή καθ’ εαυτή αλλά τα μέσα της εξουσίας. Η εξουσία είναι μια αφηρημένη έννοια, που περιλαμβάνει ταυτόχρονα το ελεύθερο εμπόριο, τις ανοιχτές αγορές, τα ανθρώπινα δικαιώματα κτλ. Το ζήτημα είναι ότι, αν «αγοράσεις» ένα απ’ αυτά, τα «αγοράζεις» όλα» (Allen, 2004: 24). Από τη στιγμή λοιπόν που κρατικά κτήρια, τράπεζες και καταστήματα, ως συγκεκριμένοι τόποι, συνδέονται με διάφορες επιμέρους εκφάνσεις της εξουσίας, όπως η θεσμοποιημένη γραφειοκρατία, η οικονομική εκμετάλλευση, η καταναλωτική δυσφορία και ανισότητα κοκ. και γίνονται αντιληπτοί και νοηματοδοτούνται από τα δρώντα υποκείμενα ως τα μέσα μιας τέτοιας εξουσίας, είναι αναμενόμενο, αν όχι απαραίτητο, αν αντισταθούν-επιτεθούν σε ένα από αυτά, να αντισταθούν-επιτεθούν σε όλα.
Μέσα στα πλαίσια λοιπόν μιας εξέγερσης, που εναντιώθηκε στην εξουσία του νεοφιλελεύθερου, καπιταλιστικού κράτους, οι συγκεκριμένοι τόποι-σύμβολα λειτουργώντας ως μέσα αναπαράστασης αυτής της εξουσίας ήταν αναμενόμενο να χρησιμοποιηθούν και ως τόποι-σύμβολα-μέσα της αντίστασης. Η κατάρρευση ωστόσο των συμβόλων αυτών κάτω από το βάρος της οργής των εξεγερμένων, δε σήμανε ταυτόχρονα και την κατάρρευση του θεσμού και της ιδέας, που αυτοί οι τόποι συμβόλιζαν. Έτσι, την επόμενη μέρα της όποιας διαδήλωσης μπορούσε να δει κανείς τους κατοίκους μιας πόλης να πηγαίνουν στη δουλειά τους για να εξασφαλίσουν την όποια αμοιβή για την επιβίωσή τους, να κατεβαίνουν στο κέντρο της πόλης για να συναλλαχθούν με τις διάφορες υπηρεσίες, να εξοφλήσουν τα πάγια έξοδά τους και τους φόρους τους, να πληρώσουν τη δόση του δανείου, να καλύψουν τις περισσότερο ή λιγότερο ακριβές καταναλωτικές τους ανάγκες κοκ. Ακόμη και στους τόπους-στόχους της εξέγερσης η θεσμοποιημένη εξουσία συνέχισε να λειτουργεί όπως και πριν.
Έτσι, αναδεικνύεται πως τα κρατικά κτήρια, οι τράπεζες και τα καταστήματα, αν και είναι τα απαραίτητα μέσα εξουσίας μιας νεοφιλελεύθερης, καπιταλιστικής κοινωνίας, ωστόσο, η λειτουργία τους ή η μη λειτουργία τους στο επίπεδο της υλικής πραγματικότητας δε σημαίνει και τη λειτουργία ή μη λειτουργία αντίστοιχα των θεσμών και της ιδέας, που αυτοί στηρίζουν και αναπαριστούν. «Η εξουσία λοιπόν φαίνεται πως είναι ένα «αδύνατο αντικείμενο», όπως υποστηρίζει ο Λακλώ ή αλλιώς, αυτό που με λακανικούς όρους θα χαρακτηρίζαμε «αντικείμενο μικρόν α΄», δηλαδή κάτι που δε μπορεί, εξαιτίας της ακαθοριστίας των πολλαπλών εκφάνσεών του, να συμβολοποιηθεί στην ολότητά του αλλά η αναπαράστασή του, μέσα από τη μερικότητα των εκφάνσεών του, είναι ταυτόχρονα αδύνατη αλλά και απαραίτητη» (Newman, 2004: 152). Ακόμη και στην περίπτωση λοιπόν που οι διαδηλωτές κατόρθωσαν επανειλημμένα να πετύχουν την κατάρρευση των στόχων-τόπων εξουσίας, επέφεραν απλώς πλήγματα στην υλική πραγματικότητα των μέσων αυτών εξουσίας και αντιστάθηκαν σε συμβολικό επίπεδο στις επιμέρους μορφές εξουσίας του νεοφιλελεύθερου, καπιταλιστικού συστήματος, που εντόπιζαν στον καθέναν από τους τόπους αυτούς.
Ωστόσο, όσο αφηρημένη, ανοιχτή και ακαθόριστη κι αν είναι η ολότητα της εξουσίας ενός τέτοιου κράτους, οι τόποι αυτοί δεν παύουν να αποτελούν μέσα-σύμβολα έστω και ορισμένων μόνο πτυχών της εξουσίας αυτής. Άλλωστε αυτοί οι ορισμένοι τόποι, οι πρακτικές και οι λόγοι, που τους πλαισιώνουν, οι νοηματοδοτήσεις που λαμβάνουν και οι θεσμοί που στηρίζουν και λειτουργούν μέσα απ’ αυτούς, είναι οι απαραίτητες μερικότητες, τα βασικά συστατικά στοιχεία, από τα οποία απαρτίζεται η ολότητα μιας τέτοιας εξουσίας. Αυτό ακριβώς διαπιστώνουμε μέσα από τη θέση του Ετιέν Μπαλιμπάρ, που υποστηρίζει ότι «υπάρχει λοιπόν εξουσία, και μάλιστα ένας μηχανισμός εξουσίας, ο οποίος έχει πολλά κέντρα, όσο συμπλεγμένα και πολλαπλά κέντρα κι αν είναι αυτά… αλλά έχοντας πει αυτό, θα παρέφραζα τον Λακάν και θα προσέθετα: η εξουσία δε μπορεί να είναι ένα όλο. Στην πραγματικότητα, στην ουσία, είναι ένα μη όλο» (Balibar, 2002: 136).
Συνεπώς, μέσα στα πλαίσια μιας εξέγερσης, όπως αυτής του Δεκέμβρη του 2008, η οποία στρεφόταν εναντίον μιας «αδύνατης» και «ακαθόριστης» εξουσίας, οι επιθέσεις σε τόπους-σύμβολα μιας τέτοιας εξουσίας ήταν μια πρακτική αντίστασης απέναντι στις διάφορες εκφάνσεις της εξουσίας αυτής. Και πιο συγκεκριμένα, θα μπορούσαμε να πούμε πως επρόκειτο για μια αναμενόμενη και απαραίτητη αν και ταυτόχρονα αδύνατη, προσπάθεια καθορισμού της εξουσίας ενός νεοφιλελεύθερου, καπιταλιστικού κράτους. Αυτή, λοιπόν, η ίδια η πολλαπλή, ακαθόριστη, καπιταλιστική, εξουσία του κρατικού μηχανισμού ήταν, που ακριβώς λόγω της ακαθοριστίας της καθόρισε τους τ(ρ)όπους αντίστασης των εξεγερμένων υποκειμένων.
—————–
– Allen, J., 2004. “The Whereabouts of Power: Politics, Government and Space”, στο Geografiska Annaler. Series B, Human Geography, Vol. 86, No. 1, Special Issue: The Political Challenge of Relational Space (2004), εκδ. Blackwell Publishing and Swedish Society for Anthropology and Geography, σελ.: 19-32.
– Balibar, E., 2002. Politics and the other scene, Daniel Hahn (trans.). Εκδ. London: Verso.
– Laclau, E., 1996. Emancipation(s), εκδ. London: Verso.
– Massey, D., 1999. “Spaces of politics”, στο Human Geografy Today. D. Massey, J. Allen, και P. Sarre, (επιμ.), εκδ. Cambridge: Polity Press, σελ.: 279-294.
– Newman, S., 2004. “The place of power in political discourse”, στο International Political Science Review/Revue internationale de science politique, Vol. 25, No. 2, εκδ. Sage Publications, Ltd, σελ.: 139-157.
– Pile, S., 1997. “Introduction. Opposition, Political Identities and Spaces of Resistances”, στο Geographies of resistance. Pile, S. και Keith, M. (επιμ.), London and New York: Routledge, σελ.: 1-31.
– Zizek, S., 1999. The Sublime Object of Ideology, εκδ. Lomdon: Verso.
Leave a Reply
You must be logged in to post a comment.