Στρατηγικές ελέγχου του ανεξέλεγκτου της εξέγερσης του Δεκέμβρη

του Αντώνη Αγγελή

Το Δεκέμβρη του 2008 όσο η ακαθόριστη και χαοτική λειτουργία των πρακτικών και των ταυτοτήτων, μέσα στο εξεγερσιακό σκηνικό της πόλης, αποτύπωνε την αναγκαιότητα σύστασης και διάρθρωσης μιας νέας, διαφορετικής πραγματικότητας, εγγεγραμμένης στο χώρο, άλλο τόσο προϋπέθετε και αναδείκνυε την ανάγκη ενός ριζικού συγκλονισμού και κατάργησης της εξουσιαστικής κανονικότητας των χώρων. Στο σκηνικό αυτό, όμως, παρούσα ήταν και η ίδια η κρατική εξουσία μέσω των φορέων της, δηλαδή της αστυνομίας και των δυνάμεων καταστολής. Ο ρόλος που αυτοί ανέλαβαν ήταν όχι η άμεση καταστολή των βίαιων γεγονότων, αλλά η έμμεση καταστολή ολόκληρης της εξέγερσης, μέσα από τον περιορισμό της σε συγκεκριμένους χώρους, τον καθορισμό των ακαθόριστων ταυτοτήτων και τον έλεγχο των ανεξέλεγκτων πρακτικών αντίστασης.

Έτσι, παρόλο που οι πιο συχνές ρητορικές της περιόδου εκείνης απέδιδαν την εικόνα μιας πόλης βομβαρδισμένης, «μιας πόλης φάντασμα», καθώς και την ανάπτυξη μέσα σ’ αυτήν τόσο γενικευμένων πρακτικών αντίστασης, που θύμιζε «αντάρτικο πόλης», στην πραγματικότητα, πολύ συγκεκριμένες περιοχές κάθε φορά πιστοποιούσαν τις ρητορικές αυτές. Χαρακτηριστικό, λοιπόν, ήταν ότι την περίοδο εκείνη, σ’ αυτές τις πολύ συγκεκριμένες περιοχές, τράπεζες, μεγάλα ή και ορισμένα μικρότερα καταστήματα και δημόσια κτήρια δέχτηκαν τις επιθέσεις των διαδηλωτών, πολλές φορές μάλιστα χωρίς καμία αντίδραση από την πλευρά της αστυνομίας ή των δυνάμεων καταστολής.

Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια, μια άλλη εξίσου συχνή ρητορική, που αναπτύχθηκε γύρω από τις στρατηγικές της αστυνομίας και των δυνάμεων καταστολής, υποστήριζε πως σε πολλές περιπτώσεις η παθητική στάση τους είχε να κάνει με το πρόσφατα βεβαρημένο ιστορικό τους, αυτό δηλαδή της δολοφονίας του 15χρονου Αλέξη. Στην πραγματικότητα όμως, περισσότερο από τη δήθεν ηθική συστολή τους, αυτό που καθόρισε τη στάση των εν λόγω φορέων της κρατικής εξουσίας ήταν οι καλά μεθοδευμένες στρατηγικές αστυνόμευσης των χώρων της πόλης και η ύπουλη υπονόμευση και αμαύρωση της εξέγερσης. Πολύ χαρακτηριστικά μάλιστα, θυμάμαι στις διαδηλώσεις στο Βόλο πως «ενώ προχωρούσαμε με την πορεία στην Ιάσονος (κεντρικός δρόμος) δεν έβλεπες πουθενά σημάδια καταστολής, η αστυνομική δύναμη ήταν άφαντη (εκτός από κάποιους ασφ-αλήτες, που μπορεί να είχαν ενσωματωθεί με τους διαδηλωτές). Ώσπου ξαφνικά, φτάνοντας στο πανεπιστήμιο, από το πουθενά εμφανίζονταν μια-δυο διμοιρίες και άρχιζαν να χτυπούν τις ασπίδες τους για εκφοβισμό και να πετάνε χημικά για να μας απωθήσουν…». Ο προβληματισμός, λοιπόν, που προκύπτει εδώ είναι το πώς σ’ αυτές τις στρατηγικές αστυνόμευσης που αναπτύχθηκαν στο πεδίο της εξέγερσης, αναδεικνύεται ο τρόπος με τον οποίο ο κρατικός μηχανισμός χρησιμοποίησε το χώρο της πόλης για να ελέγξει τις ανεξέλεγκτες ταυτότητες και πρακτικές των διαδηλωτών και να καθορίσει τον ακαθόριστο χαρακτήρα της εξέγερσης.

Η εξέγερση, λοιπόν, του Δεκέμβρη, ως ένα πολιτικό αλλά και κοινωνικό-χωρικό γεγονός, ανέδειξε μια κοινωνική ταραχή αποτυπώνοντάς τη και εγγράφοντάς τη στο χώρο. Σ’ αυτήν την έντονη αλληλόδραση του χωρικού και του κοινωνικού, το κράτος είδε ότι ο έλεγχος και η διαχείριση του χώρου θα σήμαινε τον έλεγχο και τη διαχείριση της κοινωνίας. Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια άλλωστε, κυρίως τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, έχει διαπιστωθεί και αναδειχθεί από επιστήμονες πολλών επιστημονικών πεδίων η ανάπτυξη από την πλευρά του κράτους νέων τεχνικών και στρατηγικών κοινωνικού ελέγχου και εξασφάλισης της κοινωνικής ευρυθμίας, οι οποίες ξεκινούν από και βασίζονται στη διαχείριση του χώρου. (βλ. Caldeira 1999, Perry and Sanchez 1998, Valverde 1998, Ericson and Haggerty 1999, O’Malley 1993, Simon 1988, Perin 1977, Low 1999).

Έτσι, στις σύγχρονες πόλεις παρατηρεί κανείς τη λειτουργία ενός κρατικού μηχανισμού που έχει ως στόχο όχι την άμεση πάταξη και αντιμετώπιση του εγκλήματος και γενικότερα της βίαιης συμπεριφοράς, αλλά την εξασφάλιση της κοινωνικής τάξης μέσα από τον περιορισμό της βίας και του εγκλήματος σε πολύ συγκεκριμένους χώρους μέσα στην πόλη (Merry, 2001). «Αυτοί οι νέοι τύποι κοινωνικού ελέγχου παρουσιάζουν», σύμφωνα με τους Έρικσον και Χάγκερτυ, «τη λειτουργία ενός κρατικού μηχανισμού, ο οποίος στηρίζεται στη δημιουργία χώρων που φαίνονται να είναι ασφαλείς για τους πολίτες, απομακρύνοντας από τους χώρους αυτούς, όσους δείχνουν επικίνδυνοι ή οι δραστηριότητες τους και οι δράσεις τους αποκαλύπτουν την κοινωνική αταξία, όπως για παράδειγμα οι άστεγοι…» (Ericson and Haggerty, 1999: 168). Με άλλα λόγια, οι στρατηγικές κοινωνικού ελέγχου λειτουργούν και στοχεύουν στη βάση διαχείρισης και περιορισμού του ρίσκου (επικινδυνότητας) (Moore and Valverde 2000).

Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα, η εικόνα της πόλης παρουσιάζει έκδηλα τα σημάδια που πιστοποιούν τους τρόπους λειτουργίας αυτού που ο Φουκώ χαρακτηρίζει ως χωρική κυβερνητικότητα, «τις χωρικές δηλαδή τεχνικές και στρατηγικές, που υιοθετεί ένα κράτος ή μια τοπική εξουσία για την εξασφάλιση της κοινωνικής τάξης» (Foucault, 1991: 92). Έτσι, στις περισσότερες πόλεις, αν όχι σε όλες, μπορεί κανείς να δει περιοχές γεμάτες από μεγάλες πολυκατοικίες με πολυτελή διαμερίσματα ή μεζονέτες, καθώς και ιατρεία, δικηγορικά γραφεία και μεγάλα εμπορικά καταστήματα. Σε τέτοιες περιοχές, οι νεόπλουτοι κάτοικοί τους φαίνεται να είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν ακριβά τη θέα της ασφάλειάς τους. Δίπλα σ’ αυτές τις περιοχές, βέβαια, υπάρχουν και οι υποβαθμισμένες, με τα μικρά διαμερίσματα των παλιών πολυκατοικιών ή τις μονοκατοικίες, τα μικρομάγαζα και τους πάγκους των αλλοδαπών, κυρίως μικροπωλητών, τους οίκους ανοχής και τα εγκαταλελειμμένα κτήρια. Οι δρόμοι που χωρίζουν και ενώνουν τις περιοχές αυτές μεταξύ τους, λειτουργούν ως τεχνητά σύνορα και όρια που διαχωρίζουν τις πλούσιες από τις λιγότερο ή περισσότερο φτωχές περιοχές, παρουσιάζοντας την κοινωνική ανισότητα και την ταξική διάκριση γενικότερα ως εγγεγραμμένες στο χώρο της πόλης.

Με βάση αυτήν την εικόνα του χωρό-ταξικού (με την έννοια της ταξικότητας) χάρτη, ο ακροβολισμός των αστυνομικών δυνάμεων σε πολύ συγκεκριμένα σημεία της πόλης κάθε φορά, πιστοποιεί ότι στόχος τους ήταν η εξασφάλιση της καλής εικόνας της πόλης προς τα έξω και η προστασία των περιοχών εκείνων στις οποίες οι κάτοικοί τους έχουν νοικιάσει ή έχουν αγοράσει ήδη ακριβά την ασφάλεια τους. Έτσι, τα σώματα ασφαλείας, σχηματίζοντας τείχη προστασίας και προσπαθώντας να περιορίσουν τις βίαιες δράσεις και γενικότερα την επιθετικότητα, παράγουν και αναπαράγουν την ταυτότητα του επικίνδυνου και μη επικίνδυνου χώρου, στήνοντας ταυτόχρονα όρια-σύνορα μεταξύ των πλούσιων και φτωχών περιοχών. Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια, όσες επιθετικές συμπεριφορές εμφανίστηκαν σε χώρους υψηλής επικινδυνότητας, σε περιοχές δηλαδή υποβαθμισμένες και συνεπώς υψηλού ρίσκου δεν προκάλεσαν την επέμβαση των αστυνομικών δυνάμεων, από τη στιγμή μάλιστα που δεν κλόνιζαν την ευρυθμία και ευταξία των ακίνδυνων περιοχών.

Παράλληλα όμως, τέτοιου είδους στρατηγικές, φαίνεται να σχηματίζουν και να επιβεβαιώνουν έναν κυρίαρχο λόγο, που συνδέει τη βία και την επικινδυνότητα με πολύ συγκεκριμένους χώρους αλλά και με πολύ συγκεκριμένα υποκείμενα που χρησιμοποιούν τους χώρους αυτούς. Οι δρόμοι, λοιπόν, στους οποίους λαμβάνει χώρα μια διαδήλωση, είναι και τα περιθώρια μέσα στα οποία το κράτος επιτρέπει να εκφραστεί και επιχειρεί να περιορίσει οποιαδήποτε μορφή επιθετικότητας, ενώ ταυτόχρονα όσοι μετέχουν στη διαδήλωση λαμβάνουν την ταυτότητα του δυνάμει υπόπτου για διατάραξη της κοινωνικής ευρυθμίας.

Δεν ήταν λίγες, λοιπόν, οι φορές που οι ακροβολισμένες στα όρια των μεταιχμιακών περιοχών αστυνομικές δυνάμεις, όταν έβλεπαν τους διαδηλωτές να πλησιάζουν, επιχειρούσαν να τους απωθήσουν εκτοξεύοντας χημικά μέσα στο πλήθος, αδιάκριτα. Αυτή η γενικευτική στρατηγική περιορισμού και καταστολής, ακόμη και αν δεχτούμε ότι είναι αναπόφευκτη στα πλαίσια μιας γενικευμένης, μαζικής κινητοποίησης, ωστόσο, δεν αναιρεί το γεγονός ότι το σώμα των διαδηλωτών αντιμετωπίζεται και αναπαριστάται συλήβδην ως δυνάμει επιθετικό, βίαιο και κατά συνέπεια ύποπτο.

Σ’ αυτές ακριβώς τις στρατηγικές αστυνόμευσης αποτυπώνεται η ριζικά βίαιη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού, που αποσπά ή αποδίδει βίαια ταυτότητες σε χώρους και σε υποκείμενα, μέσα από μια χωρική κυβερνητικότητα που παράγει και αναπαράγει ως χωρικά εγγεγραμμένες τις έννοιες παραβατικότητα και ευταξία. Αν, λοιπόν, η κοινωνική ευρυθμία είναι απόλυτα περιχαρακωμένη σε πολύ συγκεκριμένους χώρους μέσα σε μια πόλη, τότε οτιδήποτε διαδραματίζεται πέρα απ’ αυτά τα όρια χαρακτηρίζεται από τον κρατικό μηχανισμό ως δυνάμει παραβατικό, επιθετικό και βίαιο (Merry, 2001).

Από τη στιγμή, λοιπόν, που το κράτος μέσα από αυτές τις στρατηγικές αστυνόμευσης κατόρθωσε να εξασφαλίσει, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο αποτελεσματικά, το χωρικό περιορισμό της εξέγερσης και τον έλεγχο του ανεξέλεγκτου χαρακτήρα της, αυτό που απέμενε ήταν η εκ των έσω καταστολή της με το μικρότερο δυνατό κόστος. Έτσι, παρόλο που σε πολλές περιπτώσεις οι διαδηλωτές θα μπορούσαν να έχουν κινηθεί πέρα και έξω από τα πλαίσια των προδιαγεγραμμένων χώρων βίας, κάτι τέτοιο δε συνέβη, παρά μόνο λίγες φορές, σε σχέση τουλάχιστον με τον αριθμό των διαδηλώσεων της περιόδου εκείνης. Οι περισσότερες διαδηλώσεις κινήθηκαν μέσα στα πλαίσια των παραδοσιακών «συντεταγμένων» της βίας και μόνο σε κάποιες περιπτώσεις, κυρίως από την πίεση των δυνάμεων καταστολής, αναγκάστηκαν να ανοίξουν νέους δρόμους αντίστασης.

Ακόμη και αν υπολογίσουμε πως το σώμα των διαδηλωτών κινήθηκε στους συγκεκριμένους δρόμους ακολουθώντας μια εγκαθιδρυμένη στο χώρο εθιμική λειτουργία που θέλει τους δρόμους αυτούς ως δρόμους αντίστασης, αυτό δε σημαίνει τίποτε περισσότερο παρά μια πιστοποίηση πως η διαδήλωση μπορεί να καταστεί μια αναμενόμενη εθιμοτυπική διαδικασία, στην οποία μπορεί κανείς να διαπιστώσει το πόσο σαφώς προδιαγεγραμμένα είναι μέσα μας, στο σύνολο των πολιτών, τα όρια της δράσης και της αντίδρασής μας και το πόσο βαθιά χαραγμένη, ηγεμονικά μεθοδευμένη και χωρικά εγγεγραμμένη η ανάγκη για μια κοινωνική ευρυθμία μέσω του αυτοελέγχου. Έτσι, στις διαδηλώσεις που μπορούσε κανείς να γνωρίζει από πριν που και πώς θα κινηθούν, αναδεικνύεται η λειτουργία ενός κρατικού μηχανισμού που εξασφαλίζει τα ηγεμονικά του σχέδια μέσα από την ίδια την προσπάθεια αμφισβήτησής και ανατροπής τους.

Διαπιστώνουμε, όμως, εξίσου πως «ο κρατικός μηχανισμός δε λειτουργεί μόνο μέσα από τους θεσμοποιημένους του φορείς για την εξασφάλιση της κοινωνικής ευρυθμίας και την υλοποίηση γενικότερα των ηγεμονικών του σχεδίων. Αντίθετα, το κράτος είναι ένας πολυδιάστατος μηχανισμός, τις πολιτικές του οποίου συνδιαμορφώνουν άτομα και ομάδες» (Γιαννακόπουλους, Γιαννιτσιώτης, 2010: 36). Έτσι, στις εξεγέρσεις του Δεκέμβρη μπορούσε κανείς να παρατηρήσει ότι εκτός απ’ αυτούς που είχαν επιλέξει την ασφάλεια του σπιτιού τους απέχοντας από τις κινητοποιήσεις και όσους θέλησαν να διαφοροποιηθούν από τους εξοργισμένους διαδηλωτές, αποχωρώντας από την πρώτη κιόλας εκδήλωση βίας, υπήρχαν ανάμεσα στους διαδηλωτές και αυτοί που υιοθέτησαν το ρόλο του «αστυνομικού». Σ’ αυτήν ακριβώς την «εσωτερική αστυνόμευση» και τη διάσπαση εκ των έσω διαφαίνεται η λειτουργία ενός κρατικού μηχανισμού που μεταθέτει την ευθύνη για την εξασφάλιση της κοινωνικής τάξης στους ίδιους τους πολίτες του, ενθαρρύνοντάς τους να προβούν σε μια αυτοδιαχείριση και έναν αυτοέλεγχο των αποφάσεων και των πράξεών τους, αυτό δηλαδή που ο Φουκώ χαρακτηρίζει ως «βιοπολιτική του πληθυσμού» (Foucault, 1979: 80).

Είναι χαρακτηριστικό, μάλιστα, πως την περίοδο εκείνη, οι ρητορικές που αναπτύχθηκαν εκκινούσαν από και αποτύπωναν την παγιωμένη αυτή βιοπολιτική αντίληψη που θέλει την ομαλότητα της διαβίωσης του κάθε πολίτη άμεσα συνδεδεμένη με την ηγεμονική κανονικότητα της λειτουργίας των χώρων. Έτσι, οτιδήποτε τάραζε αυτήν την κανονικότητα έπρεπε να αποβάλλεται ή να περιορίζεται από τους ίδιους τους πολίτες. Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια ήταν πολύ εύκολο για τους κρατικούς μηχανισμούς καταστολής να δράσουν τεχνηέντως, εκ των έσω, οι ίδιοι με καταστροφές των μικρομάγαζων και της περιουσίας των «απλών» πολιτών και να νοθεύσουν, να αμαυρώσουν και να υπονομεύσουν την εξέγερση αποδίδοντάς της το χαρακτήρα της ανεξέλεγκτης καταστροφής. Αυτή ακριβώς η ύπουλα και ασυνείδητα κατασκευασμένη αντίληψη διακρινόταν σε απόψεις, που απέναντι σε πρακτικές διαφορετικής, συμβολικής χρήσης του χώρου, υποστήριζαν πως «Tίποτα δεν παθαίνει η τράπεζα έτσι. Την ξαναφτιάχνουν και όλα ok. Και βλέπεις απλώς την κατάντια της πόλης, σπασμένες τράπεζες, που τώρα έχουν γίνει σιδηρόφρακτες με κάτι τεράστια ρολά και χαλάς όχι μόνο την αισθητική της πόλης αλλά και γενικότερα την εικόνα της πόλης στον τουρίστα». Η εικόνα λοιπόν των πόλεων με τα σπασμένα και καμένα κτήρια έδινε σε πολλούς, αν όχι σε όλους, την εντύπωση πως οι διαδηλώσεις κατέστρεφαν τη χωρική κανονικότητα, στην οποία ήταν εγγεγραμμένες η κοινωνική τάξη και ευρυθμία, και μάλιστα άσκοπα, επιφέροντας απλά την κατάρρευση της ομαλότητας και όχι αναδεικνύοντας την ανάγκη αναδημιουργίας.

Παρατηρούμε λοιπόν πως «καθώς το κράτος θέλει να κυβερνά περισσότερο και να ξοδεύει λιγότερα, υιοθετεί μηχανισμούς, οι οποίοι στήνονται πάνω στον αυτοέλεγχο των πολιτών και τους φρουρούμενους χώρους.» (Low, 1999). Σ’ αυτήν την προσπάθεια διάρθρωσης και ενίσχυσης της βιοπολιτικής αντίληψης των πολιτών του, το κράτος επανειλημμένα επεσήμαινε, κατά την περίοδο των εξεγέρσεων αλλά και αργότερα, το ρόλο των διαδηλώσεων και των διαδηλωτών προτρέποντας επισήμως και δημοσίως ότι οι διαδηλωτές πρέπει «Να θέσουν μια ατζέντα για το μέλλον και να την διεκδικήσουν, απομονώνοντας τις περιθωριακές εκδοχές της βίας, που θέλουν να μετατρέψουν τις πόλεις μας σε ζώνες ανομίας, άβατα και γκέτο…» (Το Βήμα on line, 4/12/09).

Όσοι από τους πολίτες, λοιπόν, θέλησαν να λάβουν την επίσημη και κρατικά επικυρωμένη ταυτότητα του ειρηνικού και φιλήσυχου, είτε απείχαν από τις διαδηλώσεις, είτε συμμετείχαν σ’ αυτές προσπαθώντας πολλές φορές να αποτρέψουν τις βιαιότητες των συνδιαδηλωτών τους. Όσοι, από την άλλη, επέλεξαν την ταυτότητα του επικίνδυνου για την κοινωνική ευρυθμία και τάξη, κατέβηκαν στους δρόμους εξοπλισμένοι με κουκούλες ή χωρίς, με λοστούς ή χωρίς, έσπασαν, έκαψαν και ήρθαν επανειλημμένα σε συμπλοκές με τις αστυνομικές δυνάμεις. Και στις δύο περιπτώσεις ωστόσο, η επίσημη, κρατικά κατασκευασμένη και ηγεμονικά μεθοδευμένη κανονικότητα των χώρων, των πρακτικών και των ταυτοτήτων ήταν αυτή που κυριάρχησε και επιβεβαιώθηκε. Έτσι, στις εξεγέρσεις του Δεκέμβρη, το κράτος όχι μόνο επιχείρησε να ορίσει και να καθορίσει χωρικά την εξέγερση αλλά και να ελέγξει εκ των προτέρων την πιθανότητα ανάπτυξης ανεξέλεγκτων πρακτικών και αυθόρμητων ρόλων που θα μπορούσαν να εμφανιστούν εντός του εξεγερσιακού σκηνικού.

Παράλληλα όμως, με αυτόν τον τρόπο το κράτος κατόρθωσε να μετατρέψει τη διαδήλωση από πρακτική διεκδίκησης των δικαιωμάτων και αντίστασης απέναντι στην εξουσία, σε μια πρακτική επιβεβαίωσης της κοινωνικής ταξικότητας, των διαφορών των κοινωνικό-πολιτικών ταυτοτήτων, και τελικά σε επιβεβαίωση της ίδιας της εξουσίας. Έτσι, μέσα από τις διαδηλώσεις του Δεκέμβρη του 2008 αναδείχθηκε πολλές φορές η λειτουργία ενός κρατικού μηχανισμού που κατορθώνει να προκαθορίζει και συνεπώς να προλαμβάνει την οποιαδήποτε πιθανή, ακαθόριστη λειτουργία των χώρων της πόλης και να συντηρεί με το μικρότερο κόστος τη χωρικό-κοινωνικά εγγεγραμμένη ηγεμονικότητά του.

Συνεπώς, όσες διαδηλώσεις του Δεκέμβρη ξεκίνησαν με στόχο την αντίδραση και αντίσταση απέναντι στη βία της εξουσίας, αλλά κατέληξαν σε χώρο ανάπτυξης των στρατηγικών αστυνόμευσης και σε πρακτικές πραγμάτωσης των δημόσιων ρητορικών, όχι μόνο απέτυχαν στο στόχο τους, αλλά έγινα όργανο λειτουργίας του κρατικού μηχανισμού και μέσο άσκησης της βίας της εξουσίας. Μόνο στις περιπτώσεις που το απρόσμενο και αυθόρμητο υπερίσχυσε του μεθοδευμένου και τετριμμένου, στις περιπτώσεις που το ακαθόριστο ανέτρεψε το καθορισμένο, οι διαδηλώσεις πήραν τη μορφή πραγματικής αντίστασης απέναντι στην εξουσία.

Έτσι, τις φορές αυτές που οι διαδηλωτές αντιστάθηκαν στην αδιόρατη βία της χωρικής κυβερνητικότητας και κινήθηκαν στις μη αναμενόμενες και ακίνδυνες περιοχές, τις φορές που άνοιξαν νέους δρόμους αντίστασης και υπέδειξαν την αναγκαιότητα οραματισμού μιας νέας, διαφορετικής και καλύτερης πραγματικότητας, τις φορές που οι «ειρηνικοί» διαδηλωτές έχασαν τον «αυτοέλεγχό» τους ξεσπώντας βίαια την οργή τους και οι διάφορες και διαφορετικές πολιτικές και κοινωνικές ταυτότητες των υποκειμένων και των ομάδων αντικαταστάθηκαν από την κοινή ταυτότητα του εξεγερμένου απέναντι στην εξουσία, αυτές τις φορές το Δεκέμβρη του 2008 οι εξεγέρσεις έλαβαν τη μορφή ολοκληρωτικής αντίστασης απέναντι στη μεθοδευμένα βίαιη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού και της εξουσίας του γενικότερα.

———————

– Caldeira, Teresa P. R., 1999. Fortified Enclaves: The New Urban Segregation”. Στο Theorizing the City: The New Urban Anthropology Reader, Setha M. Low (επιμ.), εκδ. New Brunswick, NJ: Rutgers University Press, σελ.: 83-110.

– Γιαννακόπουλος, Κ., Γ. Γιαννιτσιώτης., 2010. «Εισαγωγή: εξουσία, αντίσταση και χωρικές υλικότητες», στο Αμφισβητούμενοι χώροι στην πόλη. Χωρικές προσεγγίσεις του πολιτισμού, εκδ. Αλεξάνδρεια, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, σελ.: 11-57.

– Ericson, Richard V., Kevin D. Haggerty., 1999. Governing the Young”, στο Governable Places: Readings on Governmentality and Crime Control, Russell Smandych (επιμ.), εκδ. Aldershot, UK: Ashgate/Dartmouth, σελ.: 163-191.

– Foucault, M., 1979. Discipline and Punish: The Birth of the Prison, εκδ. New York: Vintage

– Foucault, M., 1991.Governmentality”, στο The Foucault Effect: Studies in Governmentality, Graham Burchell, Colin Gordon, and Peter Miller (επιμ.), εκδ. Chicago: University of Chicago Press, σελ.: 87-105.

– Low, Setha M., 1999. Theorizing the City: The New Urban Anthropology Reader, εκδ. New Brunswick, NJ: Rutgers University Press.

– Merry, S. Ε., 2001. Spatial Governmentality and the New Urban Social Order: Controlling Gender ViolenceThrough Law”, στο American Anthropologist, New Series, Vol. 103, No. 1 (Mar., 2001), εκδ. Blackwell Publishing and American Anthropological Association, σελ.: 16-29.

– Moore, D., M. Valverde., 2000. “Maidens at Risk: “Date Rape Drugs” and the Formation of Hybrid Risk Knowledges”, στο Economy and Society, Νο. 29, σελ.:514-531.

– O’Malley, P., 1993. “Containing Our Excitement: Commodity Culture and the Crisis of Discipline”, στο Research in Law, Politics, and Society No. 13, σελ.: 151-172.

– Perin, C., 1977. Everything in its Place: Social Order and Land Use in America, εκδ. Princeton, NJ: Princeton University Press.

– Perry, R. W., L. E. Sanchez, 1998. Transactions in the Flesh: Toward an Embodied Sexual Reason”, στο Studies in Law, Politics, and Society, vol. 18. Austin Sarat and Patricia Ewick (επιμ.), εκδ. Stamford, CT: JAI Press, σελ.: 29-76.

– Simon, J., 1988. “The Ideological Effects of Actuarial Practices”, στο Law and Society Review, vol. 22, σελ.: 771-800.

– Valverde, M., 1998. Diseases of the Will: Alcohol and the Dilemmas of Free- dom, εκδ. Cambridge: Cambridge University Press.

Be the first to comment

Leave a Reply